1.5.14

ΑΠ 211/2014: ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ-ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον Δημόσιο τομέα. Επί των συμβάσεων αυτών που καταρτίσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παρ. 7 και 8 του άρ. 103 του Συντάγματος και των άρ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, συνεχίζονται και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις. Σύμβαση μαθητείας. Έννοια και διάκριση από την εξαρτημένης σύμβαση εργασίας μαθητευόμενου. Σχολικοί φύλακες εργαζόμενοι σε δημοτικά σχολεία στο πλαίσιο προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας του ΟΑΕΔ. Ανεπαρκείς οι αιτιολογίες βάσει των οποίων οι συμβάσεις τους δεν ήταν εξαρτημένης εργασίας, ενόψει του ότι αυτές συνήφθησαν πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων των παρ. 7 και 8 του αρ. 103 του Συντάγματος και δεν διαλαμβάνονται αιτιολογίες αναφορικά με το αν τα μέρη (φύλακες και Δήμος) απέβλεψαν στην παροχή της εργασίας τους, ως φυλάκων ή στην απόκτηση εμπειρίας τους, αν με την εργασία τους κάλυπταν ή όχι πάγιες ανάγκες του Δήμου, αν νοείται μαθητεία, που να καλύπτει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και αν η απασχόλησή τους απαιτεί ή όχι απόκτηση ειδικών γνώσεων και ικανοτήτων και ιδιαίτερη εκπαίδευση. (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 4654/2012 απόφαση ΕφΑθηνών).

www.moustakaslaw.com

  
Αριθμός 211/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2`Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Ά. Σ. του Κ., 2) Γ. Π. του Ι., 3) Ι. Ξ. του Α., 4) Χ. Α. - Σ. του Α., 5) Χ. Π. του Κ., 6) Α. Π. του Κ., 7) Γ. Κ. του Ι., 8) Α. Ν. του Β., 9) Ε. Γ. του Θ., 10) Σ. Τ.-Τ. του Σ., 11) Ι. Κ. του Φ., 12) Λ. Π. του Ι., 13) Ν. Ι. του Ι., 14) Π. Κ. του Σ., κατοίκων ....

Η υπό στοιχείο 9 αναιρεσείουσα δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Ο υπό στοιχείο 3 αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βερβεσό και δεν κατέθεσε προτάσεις.

Οι λοιποί αναιρεσείοντες παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Δημητρίου Βερβεσού και δεν κατέθεσαν προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης ΟΤΑ) με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ" που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Σκλιβάγκου και κατέθεσε προτάσεις.

Στο σημείο αυτό, ο συνήγορος των ως άνω αναιρεσειόντων, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε ότι η υπό στοιχείο 9 αναιρεσείουσα Ε. Γ. του Θ. απεβίωσε στις 12/2/2013 σύμφωνα με την προσκομισθείσα υπ` αριθμό …/140/2013 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Νέας Σμύρνης, και την παρούσα δίκη συνεχίζουν οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής α) Π. Φ. του Ε., ) Ε. Φ. του Π., οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του ίδιου ως άνω δικηγόρου και δεν κατέθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/11/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 101/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4654/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4/3/2013 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μουστάκας ανέγνωσε την από 14/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της ένδικης αίτησης Ά. Σ. κλπ για αναίρεση της υπ` αριθμ. 4654/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή τη επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ. ΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής), η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (Ολ. ΑΠ 7/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ. ΑΠ 18/2006).

Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α` 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις. Τούτο δε διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψης τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (πρβλ ΑΠ. Ολ. 7/2011, Α.Π. 123/2012, Α.Π. 16/2012). Εξ άλλου, σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται με σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του με το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύμβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και τον σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κ.λ.π., οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον στοιχείο στη γνήσια σύμβαση μαθητείας.

Επίσης στη γνήσια σύμβαση μαθητείας μπορεί να συμφωνηθεί ότι ο εργοδότης θα καταβάλλει στον μαθητευόμενο μισθό (κατώτερο από τον μισθό του καταρτισμένου μισθωτού) για την ωφέλεια που αντλεί από την εργασία του τελευταίου, καθώς και ότι ο μαθητευόμενος είτε δεν θα λαμβάνει μισθό είτε θα καταβάλλει ορισμένο ποσό στον εργοδότη για τη μαθήτευσή του (ΑΠ Ολ 19/1987, ΑΠ 1268/1988 ). Αντίθετα, επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου, η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, η εκμάθηση τέχνης εκ μέρους επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της συμβάσεως και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη και, συνεπώς, επί της συμβάσεως αυτής (εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου) εφαρμόζονται τόσον οι γενικές, όσον και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευομένου εργασίας, έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος από τον μαθητευόμενο, σύμφωνα με τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη (Α.Π. 1592/2009, 2052/ 1990). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Αντιθέτως η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρ. 561 αρ. 1 ΚΠολΔ) και ειδικότερα αναφέρονται στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια. Συντρέχει, εξάλλου, περίπτωση ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν τα περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας δεν είναι ι κ α ν ά, για να ελεγχθεί αν μπορούν να συγκροτήσουν την έννομη σχέση, την οποία στηρίζει το διατακτικό. Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, εκθέτουν ότι προσλήφθηκαν από τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Δήμο Ν. Σμύρνης Αττικής, προκειμένου να απασχοληθούν σε σχολεία της περιοχής του Δήμου, με βάση την 34100/199 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Εργασίας, Παιδείας κ.λπ., και την υπ` αριθμ. 2701/1999 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΑΕΔ και το σύμφωνα με αυτές πρόγραμμα "για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων", ότι η διάρκεια του προγράμματος ήταν συνολικά για 24 μήνες (σύμφωνα με το πρόγραμμα). Οτι, στην πραγματικότητα προσλήφθηκαν και ασχολήθηκαν, από το έτος 2001 και μετά ως φύλακες σχολικών κτιρίων, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, απασχολούμενοι και κατά τις νυχτερινές ώρες, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες των εναγομένων. Με βάση αυτά, ζητούν την καταβολή αμοιβής για νυχτερινή εργασία, καθώς και για εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες. Επίσης, ζητούν την καταβολή επιδομάτων αδείας και εορτών. Από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απορρίφθηκε η αγωγή, ως μη νόμιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση από τους ενάγοντες, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση. Ειδικότερα το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής πραγματικά περιστατικά:

"Με την υπ` αριθμ. 34100/8-12-1999 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καταρτίσθηκε πρόγραμμα για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας 2700 ανέργων αποφοίτων Λυκείου, ηλικίας 25-64 ετών στη φύλαξη σχολείων προκειμένου οι υπαγόμενοι σε αυτό να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία με πιθανότητα μόνιμης απασχόλησης στη φύλαξη σχολείων, δράση η οποία έπρεπε να υποστηριχθεί από την Πολιτεία για την προστασία των μαθητών, των σχολικών κτιρίων και του περιβάλλοντος χώρου τους. Μεταξύ των φορέων υλοποίησης του προγράμματος ήταν η δεύτερη εναγομένη και μεταξύ των δικαιούχων του προγράμματος ο πρώτος εναγόμενος, ως πρωτοβάθμιος ΟΤΑ. Δικαίωμα συμμετοχής στο πρόγραμμα είχαν οι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ ή οι επιδοτούμενοι άνεργοι, ηλικίας 25 έως 64 ετών και έχοντας τις προϋποθέσεις που καθορίζει το άρθρο 3 της ανωτέρω Υπουργικής απόφασης. Η διάρκεια του προγράμματος ήταν 11 μήνες εκ των οποίων ο ένας θα αφορούσε σε θεωρητική και πρακτική ενημέρωση και εξοικείωση με το εργασιακό περιβάλλον και οι υπόλοιποι στην απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και το κόστος του θα καλυπτόταν κατά 50% από πόρους του Υπουργείου Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Η προβλεπόμενη διαδικασία περιελάμβανε την συγκρότηση της Επιτροπής Παρακολούθησης αποτελούμενη από εκπροσώπους φορέων υλοποίησης του προγράμματος, η οποία και θα καθόριζε τα κριτήρια και τη διαδικασία επιλογής των ανέργων. Την 9-12-1999 και ην 5-1-2000 συνήφθησαν προγραμματικές συμβάσεις μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, του ΟΑΕΔ της ΚΕΔΚΕ και της δεύτερης εναγομένης με τις οποίες συμφωνήθηκε η υλοποίηση του ανωτέρω προγράμματος για 2700 και 600 ανέργους αντίστοιχα.

Οι ενάγοντες εντάχθηκαν στο ανωτέρω πρόγραμμα και την 12-2-2001 υπέγραφαν το σχετικό συμφωνητικό συνεργασίας με τους εναγομένους, διάρκειας ένδεκα μηνών. Ακολούθως, με το υπ` αρ. πρωτ. 1392/15-1- 2003 έγγραφο του ΥΠΕΣΔΔΑ, δόθηκε παράταση της ισχύος του προγράμματος έως 31-12-2003 και με τα υπ` αρ. πρωτ. 54607/10-12-2003, 31667/11-6-2004, 63517/17-12-2004, 15385/23-3-2005, 28353/2-6-2005 και 42952/29-8-2005 έγγραφα της ίδιας υπηρεσίας το πρόγραμμα παρατάθηκε μέχρι την 31-12-2006 και έτσι τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα υπέγραφαν διαδοχικά τα από 12-2-2001, 27-3-2001, 5-34-2001 και 13-7-2006 συμφωνητικά συνεργασία τα οποία περιελάμβαναν τους ίδιους όρους. Τέλος την 12-9-2006 δυνάμει του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 οι ανωτέρω συμβάσεις μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου. Εκ των ανωτέρω αποδειχθέντων και σε συνδυασμό με τις ανωτέρω νομικές σκέψεις το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθόσον τα ανωτέρω συμφωνητικά δεν υπέκρυπταν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, διότι : Πρώτον, οι ενάγοντες υπήχθησαν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα εργασιακής εμπειρίας το οποίο είχε τα εξής χαρακτηριστικά: Απευθυνόταν σε μη προσδιορισμένη ομάδα δικαιούχων, καθόσον μετείχαν σε αυτό όλοι ανεξαιρέτως οι ΟΤΑ, δεδομένου ότι η υπαγωγή τους δεν αποδείχθηκε ότι είχε καθορισθεί σύμφωνα με τις ελλείψεις του σε προσωπικό και σε μη προσδιορισμένη ομάδα απασχολούμενων, καθ` όσον ο κάθε ένας εξ αυτών δεν καθόρισε την επιλογή του σύμφωνα με τους όρους εξαρτημένης εργασίας, αλλά με τους όρους απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, η οποία θα του παρείχε ένα εφόδιο για περαιτέρω ανεύρεση εμπειρίας. Δεύτερον, οι ενάγοντες δεν προσελήφθησαν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας κατόπιν υπαγωγής στην προκαθορισμένη διαδικασία προσλήψεων για τους ΟΤΑ, προϋπόθεση η οποία όταν λείπει εμποδίζει, κατά τα ανωτέρω, τον χαρακτηρισμό της επίδικης σχέσης εξαρτημένης εργασίας. Τρίτον, διότι η από 12-9-2006 πρόσληψή τους με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μετά τη σχετική γνωμοδότηση του ΑΣΕΠ έγινε με τα κριτήρια του πδ 164/2004, στα οποία δεν θεμελιώνονται εργασιακά δικαιώματα για το προηγούμενο της εφαρμογής του χρονικό διάστημα". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη. Έτσι, όμως, που έκρινε, το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως μη νόμιμη, αφού, όμως, προηγουμένως ερεύνησε την ουσία της και με βάση τα όσα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες, με συνέπεια να μην καθίσταται εφικτός ο έλεγχος για την ορθότητα του εν λόγω δικανικού συμπεράσματός του, σε σχέση και με τα διαλαμβανόμενα στην ένδικη αγωγή και ενόψει του γεγονότος ότι οι επίμαχες συμβάσεις συνήφθησαν πριν την, κατά τα άνω, έναρξη ισχύος των διατάξεων των παρ. 7 και 8 του Συντάγματος αφού δεν διαλαμβάνει αιτιολογίες, σε σχέση με τους ισχυρισμούς των εναγόντων, σύμφωνα με τους οποίους, στην πραγματικότητα η σχέση που συνέδεε αυτούς με τον αναιρεσίβλητο ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας, αν δηλαδή απέβλεψαν τα μέρη στην παροχή, ουσιαστικά, της εργασίας τους, ως φυλάκων ή στην απόκτηση εμπειρίας και γνώσης τους, ως προς την φύλαξη των κτιρίων, αν με την εργασία τους κάλυπταν ή όχι πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσιβλήτου, αν νοείται μαθητεία, που να καλύπτει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και αν η απασχόληση με τη φύλαξη των κτιρίων απαιτεί ή όχι απόκτηση ειδικών γνώσεων και ικανοτήτων και ιδιαίτερη, μακροχρόνια εκπαίδευση. Τέλος και σε σχέση με τα αναφερόμενα στην εφαρμογή για τους αναιρεσείοντες του Π.Δ. 164/2004, δεν διευκρινίζεται, γιατί δεν έχει επιρροή στην ένδικη διαφορά το γεγονός αυτό, ενόψει του ότι η εφαρμογή του άρθρου 11 του Δ/τος αυτού προϋποθέτει (μεταξύ των άλλων) ύπαρξη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας 24 μηνών τουλάχιστον ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις, πέραν της αρχικής σύμβασης, με συνολικό, ελάχιστο χρόνο απασχόλησης 18 μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση. Επομένως, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, υπέπεσε στην από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πλημμέλεια, αλλά και σε αυτή του αριθμού 1 του ίδιου άρθρου, αφού ευθέως και εκ πλαγίου παρεβίασε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 648, 652 Α.Κ., 6 Ν.765/1943, 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920 και πρέπει, κατά παραδοχή της ένδικης αίτησης, με τους δύο συναφείς λόγους της, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ.)και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, για τον προσδιορισμό του ύψους της οποίας θα ληφθεί υπόψη και η διάταξη του άρθρου 281 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3463/2006.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ` αριθμ. 4654/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω διερεύνηση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές και

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, εξ οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2014.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 28 Ιανουαρίου 2014

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.