2.5.14

ΑΠ 1565/2013: ΕΚΔΟΣΗ ΑΚΑΛΥΠΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΑΠΟ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟ ΑΕ

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αδικοπραξία. Έκδοση ακάλυπτης επιταγής από τον νόμιμο εκπρόσωπο ανώνυμης εταιρείας (ΑΕ). Κάμψη της γενικής αρχής περί μη προσωπικής ευθύνης των διοικούντων αυτή για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως, σε περίπτωση αδικοπραξίας κατά το άρθρο 914 του Α.Κ.. Πρόσθετη πλέον του νομικού προσώπου και η προσωπική ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου αυτού, που υπέγραψε την επιταγή, εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρύσματος κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής. Πολιτική δικονομία. Προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί, είτε από αδικοπραξία, είτε από σύμβαση. Προϋποθέσεις. Κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας για την επιβολή της επί αδικοπραξίας. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της με αριθμό 1383/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
  
Αριθμός 1565/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Σεπτεμβρίου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Π. Π. του Ι., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Λεοντόπουλο- Βαμβέτσο.

Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".......... ........." που εδρεύει στο ….και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Φουφόπουλο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-11-2003 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5250/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 1383/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 26-10-2009 αίτησή του και τους από 10-6-2011 πρόσθετους λόγους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεράσιμος Φουρλάνος ανέγνωσε την από 16-9-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων αυτής λόγων.

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψη τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγεται για κρίση αναίρεση κατά απόφασης δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η οποία αποφάνθηκε για αδικοπραξία από έκδοση ακάλυπτων επιταγών.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο λόγος αυτός συντρέχει, όταν εχώρησε ψευδής ερμηνεία ή κακή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εσφαλμένη, κατ` ακρίβειαν, εφαρμογή υπάρχει, όταν, αποδόθηκε μεν στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, ορθά, η έννοια του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, στη συνέχεια, όμως, δεν εφαρμόστηκε ο ίδιος στην κρινόμενη περίπτωση, αν και τα περιστατικά που δέχτηκε, ανέλεγκτα, ο δικαστής της ουσίας, υπάγονταν στον κανόνα αυτόν, ή αντίστροφα, εφαρμόστηκε ο κανόνας αυτός, αν και τα περιστατικά δεν υπάγονταν σ` αυτόν (Ολ. Α.Π.36/1988, Ολ. Α.Π.4/2006, Α.Π. 159/2004). Περαιτέρω, με το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός εδράζεται στο ότι η απόφαση είναι δυνατόν να μην περιλαμβάνει πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή στηρίζει την κρίση της σε ζήτημα με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που δεν καλύπτει όλα τα απαιτούμενα, με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου, στην περίπτωση, κανόνα δικαίου, στοιχεία (ανεπαρκείς αιτιολογίες) (Α.Π. 821/2002, Α.Π. 1523/2001). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η πιο πάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις του νομικού συλλογισμού ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π.383/2004), και ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ` αυτές, εφ` όσον αυτό εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Α.Π.24/1992, Α.Π.1547/1995). Εξ άλλου κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ., αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, η απόφασή του υπόκειται σε αναίρεση. Ως "πράγματα" νοούνται και οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του εισαγομένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, δηλαδή οι ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής, ανταγωγής, ένσταση ή αντένστασης. (Ολ. Α.Π.3/1993). Με το άρθρο 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη (Α.Π. 676/2005). Ως "πράγματα" νοούνται και εδώ, οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση, αντένσταση κ.λ.π. δικαιώματος και όχι οι αρνητικοί ισχυρισμοί ούτε τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου (Α.Π. 1202/2000, Α.Π. 379/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε τα ακόλουθα: "Η ενάγουσα εταιρεία, η οποία κατασκευάζει προϊόντα αλουμινίου, κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2002 μέχρι και τον μήνα Απρίλιο του έτους 2003 πώλησε και παρέδωσε διάφορες ποσότητες προφίλ αλουμινίου στην εταιρεία με την επωνυμία "...............", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο εναγόμενος. Για τα πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα κατά του μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Δεκέμβριο του έτος 2002, ο εναγόμενος, με την προαναφερόμενη ιδιότητά του, εξέδωσε τρεις μεταχρονολογημένες επιταγές ... Η ενάγουσα εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα τις παραπάνω επιταγές προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα, στις 17-6-2003 την πρώτη και στις 21-6-2003 τις λοιπές, πλην όμως δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου, όπως αυτό βεβαιώθηκε επί του σώματος των επιταγών ... Επίσης για τα πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του έτους 2003, ο εναγόμενος εξέδωσε τέσσερις μεταχρονολογημένες επιταγές ... Η ενάγουσα εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα τις ανωτέρω επιταγές προς πληρωμή στις πληρώτριες Τράπεζες, στις 10-7- 2003, 16-7-2003, 16-7-2003 και 1-8-2003 αντίστοιχα, πλην όμως δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου, όπως αυτό βεβαιώθηκε επί του σώματος των επιταγών ... Για τα εμπορεύματα που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν στην εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο εταιρεία, η ενάγουσα εξέδωσε .... Τιμολόγια - δελτία αποστολής, συνολικού ποσού 83.841,48 ευρώ. Όλες οι επίδικες επιταγές παραδόθηκαν στην ενάγουσα από τον εναγόμενο στις 21-4-2003, 30-4- 2003 και 15-5-2003 αντίστοιχα, σε αντικατάσταση των προηγούμενων που είχαν εκδοθεί για τα ίδια ως άνω πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα ... Με τις 7971 και 9544/2003 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκαν κατόπιν αιτήσεων της εναγούσης, η εταιρεία "...................", διατάχθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ανωτέρω επιταγών των 83.841,48 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Με απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων της ανωτέρω εταιρείας "............." στις 12-4-2003 τροποποιήθηκε η επωνυμία της τελευταίας σε "...................." .... Κατόπιν αιτήσεως του Α. Γ. η εν λόγω εταιρεία "................", νομίμως εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο, κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως με την 844/26-6-2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ορίστηκε ημέρα παύσεως των πληρωμών της η 23η Απριλίου 2003. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος τόσο κατά τον χρόνο εκδόσεως όσο και κατά τον χρόνο πληρωμής των επίδικων επιταγών γνώριζε ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στους λογαριασμούς της εταιρείας "................", που τηρούσε στις πληρώτριες Τράπεζες, αφού ενόψει της ιδιότητάς του ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου αυτής, γνώριζε ότι η εν λόγω εταιρεία, μετονομασθείσα σε ".................", είχε παύσει τις πληρωμές της τουλάχιστον από τις αρχές Απριλίου του 2003. Εξάλλου με την 14057/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος για την έκδοση των ως άνω τριών πρώτων ακάλυπτων επιταγών, ποσού 30.992,69, 8.000 και 7.742,02 ευρώ αντίστοιχα και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ. Με την 5592/2007 δε απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της απάτης κατ` εξακολούθηση, ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, την οποία τέλεσε σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της εναγούσης, αναφορικά με τις επίδικες επιταγές και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως 26 μηνών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά τους χρόνους που έλαβε τις επίδικες επιταγές σε αντικατάσταση των αρχικών, δηλαδή στις 21-4-2003, 30-4-2003 και 15-5-2003 αντίστοιχα, δεν γνώριζε την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων για την πληρωμή τους.

Αντίθετα αποδείχθηκε ότι αν γνώριζε την ανυπαρξία κεφαλαίων στον λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας δεν θα δεχόταν να παραλάβει τις εν λόγω επιταγές και να υποστεί την ανωτέρω ζημία.

Επομένως ο λόγος της εφέσεως περί συντρέχοντος πταίσματος της εναγούσης στην επέλευση της ζημίας της είναι αβάσιμος. Ο λόγος της εφέσεως ότι πρόκειται για εμπορικό χρέος από τα προαναφερόμενα τιμολόγια, το οποίο αδυνατεί να πληρώσει ο εναγόμενος ενόψει της κηρύξεως της εταιρείας ".................." σε κατάσταση πτωχεύσεως, είναι αβάσιμος διότι η ευθύνη του εναγομένου είναι από το ποινικό αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών, η οποία (ευθύνη) διατηρείται και δεν επηρεάζεται από την επελθούσα από την πτώχευση μεταβολή στη νομική κατάσταση της ανωτέρω εταιρείας. Ειδικότερα επί πτωχεύσεως ανωνύμου εταιρείας στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της πραγματικής ημερομηνίας εκδόσεως των μεταχρονολογημένων επιταγών και εκείνης που αυτές εμφανίστηκαν στην πληρώτρια Τράπεζα προς πληρωμή, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 και η υπαιτιότητα στο πρόσωπο του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας που τις εξέδωσε, ούτε η αστική του ευθύνη προς αποζημίωση. Τούτο διότι το αποτέλεσμα της πτωχευτικής απαλλοτριώσεως που στερεί αυτοδικαίως τον πτωχεύσαντα της διοικήσεως (διαθέσεως και διαχειρίσεως) της πτωχευτικής περιουσίας και της επιλεκτικής εξοφλήσεως των εταιρικών χρεών, δεν επεκτείνεται και στην περιουσία του νομίμου εκπροσώπου της πτωχευσάσης εταιρείας, του οποίου η ποινική και αστική ευθύνη από την έκδοση των ακάλυπτων και μη πληρωθεισών επιταγών διατηρείται, χωρίς να επηρεάζεται από την μεταβολή που επήλθε από την πτώχευση στη νομική κατάσταση της ανώνυμης εταιρείας (Α.Π.705/2007, Α.Π.1846/2007)". Με βάση τα παραπάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε επαρκείς, σαφείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το διατακτικό της, ως προς όλες τις παραδοχές της, και, συνακόλουθα, ο κύριος λόγος της αναίρεσης, ο οποίος πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. η προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος και "κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις". Εξ` άλλου στη δίκη για απαγγελία προσωπικής κράτησης κατ` εμπόρου για εμπορικά του χρέη, που επιδιώκεται με αυτοτελή αίτηση, η έρευνα του δικαστηρίου περιορίζεται στη συνδρομή των κατά το άνω άρθρο 1047 Κ.Πολ.Δ. τασσομένων ιδιοτήτων και προϋποθέσεων (εμπορική ιδιότητα και εμπορική απαίτηση) και δεν εξετάζονται ενστάσεις κατά του τίτλου της απαίτησης. Περαιτέρω, με το Ν. 2462/1997, κυρώθηκε το "Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα" που συνήφθη μεταξύ των Κρατών - Μελών του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη στις 16.12.1966 και από την επικύρωσή του που αποτελεί διάταξη κανόνα υπέρτερης νομικής βαθμίδας, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Στο άρθρο 11 του Συμφώνου αυτού ορίζεται ότι "κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά, λόγω της αδυναμίας του να συγκροτήσει συμβατική υποχρέωση". Η ίδια η διατύπωση του κανόνα αυτού, δηλώνει λεκτικά και νοηματικά, ότι δεν υπήρξε επιθυμία των συντακτών του Συμφώνου να καταργήσουν την προσωπική κράτηση, αλλά μόνο να ορίσουν, ως εξαίρεση, πως, σε περίπτωση αδυναμίας, δεν πρέπει ο οφειλέτης να προσωποκρατείται για χρέη. Αρα, το μεν άρθρο 1047 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., εξακολουθεί να προβλέπει την προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης επί εμπόρων για ενοχικές απαιτήσεις, το δε άρθρο 11 του ανωτέρω Συμφώνου, εισάγει κωλυτικό κανόνα δικαίου ο οποίος αποκλείει την απαγγελία προσωπικής κράτησης, κατ` εμπόρου για ενοχικές οφειλές, όταν η μη εξόφληση των συμβατικών του υποχρεώσεων οφείλεται, αποκλειστικά, σε αδυναμία αυτού προς εκπλήρωση (Α.Π. 1/2009, Α.Π. 889/2010). Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή, ταυτόσημη της οποίας είναι και εκείνος του άρθρου 1 του τέταρτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, συνδυαζόμενη και προς το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας, που θεσπίστηκε, ρητά, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται, ότι η προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί, είτε από αδικοπραξία, είτε από σύμβαση, κατά τους όρους της πιο πάνω διάταξης (1047 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), δεν έχει καταργηθεί. Περαιτέρω, σε περίπτωση αδικοπραξίας, παρέχεται η δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο της ουσίας να διατάξει προσωπική κράτηση κατά του υπόχρεου, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης για ικανοποίηση της απ` αυτή απορρέουσας απαίτησης, καθορίζοντας και τη χρονική της διάρκεια, μέσα στα όρια του άρθρου 1047 Κ.Πολ.Δ., ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως το ύψος της απαίτησης, η βαρύτητα της πράξης και οι συνέπειές της, το πταίσμα του υπόχρεου, η φερεγγυότητα αυτού, η τυχόν συνυπαιτιότητα του δικαιούχου και τις λοιπές εν γένει, περιστάσεις. Η δε σχετική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας δεν εμπίπτει στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου. Στην πιο πάνω διάταξη, ειδικότερα, ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού της διάρκειας της προσωπικής κράτησης. Αρα, κατά τα παραπάνω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή του για τον προσδιορισμό της διάρκειας της προσωπικής κράτησης δεν έχει σημασία, γιατί δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με τον κατ` εφαρμογή του άρθρου 1047 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προσδιορισμό αυτής αποτελέσματα (Ολ. Α.Π.6/2009, Α.Π. 123/2010 βλ. σχετ. και Α.Π. 1846/2007). Σύμφωνα, και, με τις προαναφερθείσες παραδοχές, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έκανε δεκτό το αίτημα για προσωπική κράτηση, εφ` όσον δέχτηκε πως επρόκειτο για αδικοπραξία, αφού οι επίδικες επιταγές ήταν ακάλυπτες, τούτο δε αποτελούσε "ποινικό αδίκημα". Κατά ταύτα, ο έτερος κύριος λόγος της αναίρεσης, ο οποίος προβάλλει την από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. παράβαση, γιατί δεν επρόκειτο για αδικοπραξία, αλλά για συμβατική παράβαση και παραβιάστηκαν οι προπαρατεθείσες διατάξεις είναι αβάσιμος. Περαιτέρω δε, η προβολή της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας ως προς το παραπάνω θέμα, δεν προβάλλεται νόμιμα, εφ` όσον υπό την αιτίαση της παραβίασης των πιο πάνω ουσιαστικών διατάξεων, προσβάλλεται η, αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, σχετικά με τον προσδιορισμό της χρονικής διάρκειας της προσωπικής κράτησης. Άρα, ο τέταρτος πρόσθετος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, προσάπτοντας στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, προβάλλεται απαραδέκτως.

IV. Κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 του Α.Κ., το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Στη περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τότε ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου (Α.Π. 1285/1980). Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτή, δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρία προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του Α.Κ., αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (Α.Κ. 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τους. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, υπόχρεος σε αποκατάσταση της σχετικής ζημίας του κομιστή της είναι (πλέον του νομικού προσώπου) και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, που υπέγραψε την επιταγή, εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρύσματος κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής (Α.Π. 25/2000). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 79 ν.5960/1933, 914, 297 και 298 Α.Κ. προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει τραπεζική επιταγή σε διαταγή εν γνώσει ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα είτε κατά το χρόνο της εκδόσεως, είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει τον κομιστή από τη μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνισή της παρά το νόμο, δηλαδή παρά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 79 ν.5960/1933, που χαρακτηρίζει την πράξη του εκδότη ως ποινικό αδίκημα και έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση εκ του άρθρου 914 Α.Κ. συρρέει με την αξίωση από την επιταγή. Σημειώνεται ότι αν η επιταγή δόθηκε ως εγγύηση προς εξασφάλιση κύριας απαιτήσεως του λήπτη της επιταγής κατά τρίτου, ο τελευταίος (δανειστής) ως κομιστής της επιταγής δικαιούται να ικανοποιήσει την αξίωσή του από την επιταγή ανάλογα με την έκταση της κύριας απαιτήσεως. Οι εν λόγω συρρέουσες αξιώσεις, αν και αποβλέπουν στον ίδιο οικονομικό σκοπό, έχουν ως αντικείμενο διαφορετικές παροχές και είναι, κατ` ακολουθίαν, αυτοτελείς, υποκείμενες καθεμιά στη δική της ρύθμιση. Στο δικαιούχο απόκειται να ασκήσει αυτήν που προκρίνει, η ικανοποίηση ωστόσο της μιας από αυτές επιφέρει την απόσβεση της άλλης, στο μέτρο όμως που την καλύπτει. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι στην περίπτωση που τραπεζική επιταγή δόθηκε προς εξασφάλιση κύριας απαιτήσεως, κατά τα ανωτέρω, και η απαίτηση αυτή περιορίσθηκε με συμφωνία μεταξύ πιστωτών και επιχειρήσεως κατά το άρθρο 44 παρ. 1 και 2 του ν. 1892/1990, δεσμεύουσα και τους μη συμβεβλημένους πιστωτές, ο λήπτης της επιταγής δανειστής, αν αυτή είχε εμφανισθεί στην πληρώτρια τράπεζα εμπροθέσμως, πριν από την συμφωνία των πιστωτών, και δεν πληρώθηκε, μπορεί, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, να ασκήσει ακέραια τα δικαιώματά του προς αποζημίωση, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αφού η σχετική αξίωσή του, έχοντας αυτοτέλεια και υποκείμενη στους δικούς της κανόνες, δεν περιορίζεται από τη συμφωνία μεταξύ πιστωτών και επιχειρήσεως (Α.Π. 2082/2006, Α.Π. 29/2006 βλ. και 205/2007). Στην παρούσα περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ίδια και επομένως, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις κάνοντας λόγο για "πτώχευση". Επομένως, έλαβε υπ` όψιν τα παραπάνω, αφού απάντησε σχετικά και ο πρώτος πρόσθετος λόγος της αναίρεσης, ο οποίος προσάπτει στην εφετειακή απόφαση τις από το άρθρο 559 αρ.1, 8 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες, είναι αβάσιμος.

V. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, υφίσταται επαρκής και σαφής αιτιολογία, ως προς την επιβολή της προσωπικής κράτησης. Τα αναφερόμενα στο δεύτερο πρόσθετο λόγο της αναίρεσης, ότι: η προσωπική κράτηση δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις, η επιταγή ήταν μεταχρονολογημένη και ο εκδότης και ο λήπτης έχουν την αυτή γνώση, δηλαδή, ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια, διότι, άλλως, θα πληρώνονταν σε μετρητά, αποτελούν θέματα ουσίας, ανέλεγκτα από το παρόν δικαστήριο, και σε κάθε περίπτωση, δεν στοιχειοθετούν την από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 πλημμέλεια. Άρα, ο δεύτερος πρόσθετος λόγος της αναίρεσης, ο οποίος προβάλλει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.

VI. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προβάλλει: α) ότι η αντίδικός του θα έπρεπε να προτιμήσει την ικανοποίησή της, κατά τους ορισμούς του άρθρου 44 του ν. 1892/1990 β) οι επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες, αυτός δεν εγνώριζε, αν κατά τον χρόνο της πληρωμής θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, έχει περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση και δεν ήταν κακόβουλος, η αντίδικός του εγνώριζε, ενδεχομένως την έλλειψη κεφαλαίων. Αυτά, όμως, δεν είναι "πράγματα", κατά την προπαρατεθείσα έννοια, αλλά επανεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαραδέκτως προβάλλονται προς έρευνα στο παρόν δικαστήριο, αφού οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ελέγχονται (άρθρ. 560 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

Συνεπώς ο τρίτος πρόσθετος λόγος της αναίρεσης, ο οποίος προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τις από το άρθρο 559 αρ. 8 και 19 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες, είναι απαράδεκτες.

Συνακόλουθα, εφ` όσον δεν υπάρχει άλλος κύριος ή πρόσθετος λόγος της αναίρεσης για έρευνα, η τελευταία και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι πρέπει ν` απορριφθεί στο σύνολό της, για τους λόγους που προεκτέθηκαν και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις, σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρ. 178, 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 26 Οκτωβρίου 2009 αίτηση του Π. Π., όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 10-6-2011 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της με αριθμό 1383/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος την δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης από δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2011.

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιουλίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.