24.4.14

ΑΠ 998/2012: ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ-ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΠΟΛΥΣΗ-ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ


Εργατικό ατύχημα - Αυτοτραυματισμός εργαζομένης - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης - Καταχρηστική απόλυση - Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης -. Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (ΑΚ 914, 922 και 932 ΑΚ, βλ. και ΟλΑΠ 1117/86), δηλ. απαιτείται πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων του που μπορεί να συνίσταται και σε οποιαδήποτε αμέλεια και όχι μόνο στην μη τήρηση των κανονισμών ασφαλείας. Κρίθηκε ότι αποτελεί εργατικό ατύχημα ο αυτοτραυματισμός εργαζόμενης, την οποία εξύβρισε ο φορέας της επιχείρησης, διότι δήλωσε ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε πρόσθετη εργασία που της ανατέθηκε, ανεξάρτητα από το ότι οφειλόταν σε πράξη εκούσια της εργαζομένης, διότι επήλθε από αιφνίδιο και βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας της αναιρεσίβλητης και εξ αφορμής αυτής, το οποίο δεν θα ελάμβανε χώρα χωρίς την εργασία της και την εκτέλεσή της υπό τις δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που η εργαζόμενη υπέστη από αυτό. Το εφετείο επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση ποσού 60.000 ευρώ. Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Είναι άκυρη ως καταχρηστική όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος. Ο εργοδότης κατήγγειλε καταχρηστικά τη σύμβαση της εν λόγω, όταν μετά δίμηνη αναρρωτική άδεια επέστρεψε στην επιχείρηση. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Το εφετείο έκρινε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της εργαζομένης ήταν καταχρηστική και ότι με τη μη απασχόλησή της επέρχεται μείωση των αποδοχών της αλλά και προσβολή εν γένει της προσωπικότητάς της, ενώ η άρνηση της αναιρεσείουσας εργοδότριας εταιρίας να απασχολεί πραγματικά την αναιρεσίβλητη είναι καταχρηστική. Κρίθηκε ότι η εν λόγω κρίση διαλαμβάνει ανεπαρκείς αιτιολογίες καθώς δεν διευκρινίζεται για ποιο λόγο η μη απασχόληση της αναιρεσίβλητης στα καθήκοντά της ως καθαρίστριας επέφερε και ηθική μείωση της προσωπικότητάς της στο επαγγελματικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Αναίρεση της απόφασης κατά το μέρος αυτό.


Aριθμός 998/2012 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

B1' Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηλία Γιαννακάκη), Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Δημήτριο Κόμη και Ασπασία Καρέλλου (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνος Ζιάκα), Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Απριλίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
    Των αναιρεσειόντων: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΡΕΑΤΟΣ ΗΠΕΙΡΟΥ" και το διακριτικό τίτλο "ΒΙ.Κ.Η. ΑΕ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ν. Π. του Ι., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ληξουριώτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
    Της αναιρεσίβλητης: Ε. Κ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Ζήση.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 30-9-2008, 7-10-2008 και 29-12-2008 αγωγές της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 212/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 182/2011 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10-10-2011 αίτησή τους.
    Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κόμης διάβασε την από 26-3-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και να απορριφθούν οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αυτής.
    Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 εδάφ. α' Εισ.Ν.ΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεώς του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Η τελευταία περίπτωση συντρέχει, όταν το ατύχημα δεν αποτελεί την άμεση συνέπεια της εκτελέσεως της εργασίας, αλλά συνδέεται προς αυτή με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι, λόγω της εργασίας, δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις, που ήταν αναγκαίες για την επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία. Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του Ν. 551/1915, ο παθών από εργατικό ατύχημα του άρθρου 1 αυτού δικαιούται να ζητήσει πλήρη αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν ή όταν επήλθε σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών. Όμως, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων από τον ίδιο προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως των επιβαλλομένων όρων ασφαλείας. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Τέλος, ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν περιγράφονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα, που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εφαρμοσθέντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων, όχι όμως όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγομένου από αυτές αποδεικτικού πορίσματος, εφόσον τούτο διατυπώνεται στην απόφαση σαφώς. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί των πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός άλλων, και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ενδιαφέρουν εδώ: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη στις 23-7-1993 κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη και ήδη πρώτη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί στο εργοστάσιο αλλαντοποιίας, που διατηρεί η αναιρεσείουσα εταιρεία στη ... του Νομού ..., ως εργάτρια αλλαντοποιίας στο τμήμα παραγωγής της επιχειρήσεως, όπου και απασχολήθηκε έως τις 20-9-1996, οπότε μεταφέρθηκε από το τμήμα παραγωγής στο εστιατόριο της επιχειρήσεως, όπου απασχολήθηκε ως τραπεζοκόμος, σερβιτόρα, λαντζέρα και καθαρίστρια. Το έτος 1999 σταμάτησε η λειτουργία του εστιατορίου της επιχειρήσεως και από τότε ανατέθηκε στην αναιρεσίβλητη η καθαριότητα των γραφείων του κτηρίου της διοικήσεως της εταιρείας. Επιπλέον ανατέθηκε σ' αυτήν να παρασκευάζει για το προσωπικό της επιχειρήσεως, αλλά και για τους πελάτες αυτής, και να προσφέρει, στο χώρο που πριν λειτουργούσε το εστιατόριο, καφέ, να παρασκευάζει, στον ίδιο χώρο, πρόχειρο πρόγευμα (σάντουιτς με αλλαντικά) για τους εργαζόμενους της επιχειρήσεως και να μεριμνά η ίδια για την προμήθεια των απαραίτητων υλικών (καφέ, ζάχαρη, γάλα, νερό, ψωμί, πλαστικά ποτήρια, χαρτοπετσέτες), συνάμα δε να καθαρίζει τον παραπάνω χώρο και την κουζίνα. Στη συνέχεια δέχθηκε το Εφετείο, ότι τον Απρίλιο του έτους 2008 ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη δεύτερος αναιρεσείων, που είναι νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης αναιρεσείουσας εταιρείας, ζήτησε από την αναιρεσίβλητη να προβαίνει, παράλληλα με τις ως άνω εργασίες, και στον καθαρισμό των χώρων της άλλης επιχειρήσεως του ομίλου, ήτοι της εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο "ΛΑΚΥ Α.Ε.", προσωρινά, μέχρις ότου προσληφθεί άλλη καθαρίστρια σε αντικατάσταση της συνταξιοδοτούμενης καθαρίστριας που υπήρχε για τον καθαρισμό των χώρων της εταιρείας αυτής. Η αναιρεσίβλητη αντέδρασε έντονα και αρνήθηκε να εκτελεί παράλληλα και τα παραπάνω καθήκοντα, πράγμα που επανειλημμένα ζήτησε από αυτή η εργοδότρια εταιρεία. Στις 25-6-2008 ο δεύτερος αναιρεσείων, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης αναιρεσείουσας, κάλεσε στο γραφείο του την αναιρεσίβλητη και της ζήτησε και πάλι να εκτελέσει την καθαριότητα των χώρων της εταιρείας "ΛΑΚΥ Α.Ε.". Επειδή δε η αναιρεσίβλητη και πάλι αρνήθηκε, εκείνος εκνευρίστηκε και της ζήτησε επιτακτικά να συμμορφωθεί, την απείλησε ότι αν δεν υπακούσει θα απολυθεί και την εξύβρισε με την φράση "μωρή μαλακισμένη". Λόγω της εντάσεως υπό την οποία έγινε η παραπάνω συνάντηση, η αναιρεσίβλητη, μετά την αποχώρησή της από το γραφείο του δεύτερου αναιρεσείοντος, πήγε στην κουζίνα και αφού πήρε ένα μαχαίρι αυτοτραυματίσθηκε με αυτό στο αριστερό της χέρι, κόβοντας, στο εσωτερικό του βραχίονα, τις φλέβες της, στο ύψος αμέσως μετά τον καρπό. Μετά τον τραυματισμό της μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο της Άρτας, όπου έγινε συρραφή του τραύματός της και εξήλθε. Έλαβε δε αναρρωτική άδεια δύο μηνών. Με την 681/2009 απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ - ΕΤΑΜ Άρτας, ο τραυματισμός της αναιρεσίβλητης χαρακτηρίσθηκε ως μη εργατικό ατύχημα. Ύστερα, όμως, από ένσταση που υπέβαλε αυτή χαρακτηρίσθηκε, με τις 489/Σ60/17-12-2009 και 39/Σ5/29-4-2010 αποφάσεις της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ Άρτας, ως επισυμβάν πράγματι εργατικό ατύχημα. Οι συνθήκες εργασίας της αναιρεσίβλητης - δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο - ήταν εκτάκτως δυσχερείς και ασυνήθιστες και είχαν προκαλέσει υπέρμετρη καταπόνηση του οργανισμού αυτής, η οποία είχε πολλές φορές διαμαρτυρηθεί για τις συνθήκες αυτές, χωρίς όμως να δίνεται λύση στο πρόβλημά της. Η συνεχής δε πίεση για την εκτέλεση όλων των παραπάνω καθηκόντων της, η απαίτηση του δεύτερου αναιρεσείοντος για αύξηση του όγκου της εργασίας της, με την ανάθεση και άλλης εργασίας σε διαφορετικό μάλιστα εργοδότη, η επιμονή του προς τούτο και η απειλητική και εξυβριστική συμπεριφορά του, προκάλεσαν την ψυχολογική και νευρική κατάπτωση της αναιρεσίβλητης, ενόψει μάλιστα και του κινδύνου που αντιμετώπιζε να απωλέσει την εργασία της, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως της απειλής, αφού ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να ανταπεξέλθει στην εκτέλεση όλων των καθηκόντων της, της οικονομικής ανάγκης που είχε για την εργασία της και τις εξ αυτής αποδοχές και της αδυναμίας της ή τουλάχιστον της μεγάλης δυσχέρειας εξευρέσεως άλλης εργασίας λόγω του ότι ήταν 50 ετών, με αποτέλεσμα, μη έχοντας την ικανότητα να αποφασίσει λογικά, να δημιουργηθούν σ' αυτήν τάσεις αυτοκαταστροφής και να προβεί στον αυτοτραυματισμό της. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ακολούθως ότι το ένδικο ατύχημα, ανεξάρτητα από το ότι οφειλόταν σε πράξη εκούσια της αναιρεσίβλητης, αποτελεί εργατικό ατύχημα. Και τούτο διότι, επήλθε από αιφνίδιο και βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας της αναιρεσίβλητης και εξ αφορμής αυτής, το οποίο δεν θα ελάμβανε χώρα χωρίς την εργασία της και την εκτέλεσή της υπό τις δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις. Είναι δε ανεξάρτητο από την ιδιοσυστασία του οργανισμού της αναιρεσίβλητης και αποτέλεσμα των ιδιαίτερων πραγματικών συνθηκών και περιστάσεων που προεκτέθηκαν και που δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία της. Η διαγνωσθείσα δε - συνεχίζει το Εφετείο - καταθλιπτική συνδρομή από τους γιατρούς της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής Άρτας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε και κατά το παρελθόν, αποτελεί συνέπεια της απόπειρας αυτοχειρίας της αναιρεσίβλητης και όλων όσων προεκτέθηκαν για τις συνθήκες εργασίας της και την συμπεριφορά έναντι αυτής του υπεύθυνου, δεύτερου αναιρεσείοντος, νομίμου εκπροσώπου της πρώτης αναιρεσείουσας, σε πταίσμα του οποίου οφείλεται, εξ άλλου, το ένδικο ατύχημα, αφού αυτός πίεζε σφόδρα εν γνώσει του την αναιρεσίβλητη, με συνέπεια να προκαλέσει σ' αυτήν τις συνθήκες, που αποτέλεσαν το αίτιο του επισυμβάντος εργατικού ατυχήματος. Επομένως - καταλήγει το Εφετείο - δικαιούται η αναιρεσίβλητη χρηματικής ικανοποιήσεως για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο εργατικό ατύχημα, συνεκτιμώντας δε τις προαναφερόμενες συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, το είδος και την έκταση της σωματικής βλάβης της αναιρεσίβλητης, που δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική αλλά επιπόλαιη, και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, έκρινε ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση που δικαιούται αυτή ανέρχεται στο ποσό των 60.000 ευρώ, το οποίο και επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις αναφερόμενες ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές κρίσεις αιτιολογίες ως προς τα κρίσιμα για την έκβαση της δίκης ζητήματα της υπάρξεως εργατικού ατυχήματος και αδικοπρακτικής ευθύνης των αναιρεσειόντων για την επέλευση τούτου. Επομένως, ο περί του αντιθέτου, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Από τα άρθρα 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Εξάλλου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου, ή όταν γίνεται για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχειρήσεως του εργοδότη, που καθιστά αναγκαία την μείωση του προσωπικού, εφόσον όμως οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε ακόμη με την προσβαλλόμενη απόφασή του και τα εξής: Η αναιρεσίβλητη, μετά τον αυτοτραυματισμό της στις 25-6-2008 και την αναρρωτική άδεια, διάρκειας δύο μηνών, που έλαβε, επέστρεψε στην εργασία της στις 25-8-2008 και εξακολούθησε να εργάζεται όπως και πριν τον τραυματισμό της. Στις 21-11-2008, μετά το πέρας του ωραρίου της εργασίας της, η υπεύθυνη του προσωπικού της επιχειρήσεως, ύστερα από εντολή του δεύτερου αναιρεσείοντος, ανακοίνωσε στην αναιρεσίβλητη ότι καταγγέλλεται η εργασιακή της σύμβαση και την κάλεσε να παραλάβει το έγγραφο της καταγγελίας και την σχετική αποζημίωση. Η αναιρεσίβλητη προσήλθε στις 24-11-2008 και παρέλαβε το έγγραφο της καταγγελίας και το ποσό της αποζημιώσεως (5.288,50 ευρώ), με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της. Όπως δέχεται το Εφετείο, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσίβλητης έγινε, λόγω της αντιδράσεως αυτής στην εντολή της διοικήσεως της εταιρείας να απασχολείται επιπλέον και με την καθαριότητα των χώρων της εταιρείας "ΛΑΚΥ Α.Ε.", αλλά και επειδή, για κάθε επιχειρούμενη προσβολή των δικαιωμάτων της από την αναιρεσείουσα εταιρεία (εργοδότρια), προσέφευγε αυτή στην Επιθεώρηση Εργασίας Πρέβεζας, όπως τούτο προκύπτει από τα υπ' αριθμ. 38/2008 και 46/2008 Δελτία Εργατικής Διαφοράς, ακόμη δε γιατί διεκδίκησε τα δικαιώματά της από το προαναφερόμενο εργατικό ατύχημα, καθώς και τις αξιώσεις της για διαφορές αποδοχών και επιδομάτων, για την υπερωριακή απασχόλησή της και για την εργασία της κατά τα Σάββατα, ασκώντας κατά της αναιρεσείουσας εταιρείας τις από 30-9-2008 και 7-10-2008 αγωγές, που επιδόθηκαν σ' αυτήν στις 7-10-2008 και 16-10-2008 αντίστοιχα. Η αναιρεσείουσα εταιρεία - συνεχίζει το Εφετείο - ισχυρίζεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσίβλητης έγινε αποκλειστικά και μόνο για οικονομοτεχνικούς λόγους, στα πλαίσια των οποίων και προς αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων εξαιτίας των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η επιχείρησή της, προέβη σε μείωση του προσωπικού της και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 2008 απολύθηκαν τέσσερις (4) εργαζόμενοι, τον Οκτώβριο του 2008 απολύθηκε ένας (1) εργαζόμενος, το Νοέμβριο του 2008 απολύθηκαν έξι (6) εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων ήταν και η αναιρεσίβλητη, και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους απολύθηκαν δεκαοκτώ (18) εργαζόμενοι. Ο ισχυρισμός αυτός - είπε το Εφετείο - δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα, γιατί το ίδιο χρονικό διάστημα η αναιρεσείουσα εταιρεία προέβαινε και σε προσλήψεις εργαζομένων και συγκεκριμένα το έτος 2008, από τον μήνα Μάιο και στο εξής, προσέλαβε τριάντα (30) εργαζόμενους, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ε. Γ., την οποία προσέλαβε την 1-5-2008 για να εργασθεί ως καθαρίστρια, το έτος 2009 προσέλαβε δεκαεπτά (17) εργαζόμενους και το έτος 2010 προσέλαβε τριάντα ένα (31) εργαζόμενους. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο αποφάνθηκε, ότι η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως της αναιρεσίβλητης είναι καταχρηστική, διότι υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αφού, όπως αποδείχθηκε, η αναιρεσείουσα εργοδότρια εταιρεία ωθήθηκε στην καταγγελία αυτή από λόγους εκδικήσεως, οφειλόμενους στην προηγηθείσα μη αρεστή σε εκείνη, κατά τα εκτεθέντα, συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης και ότι, επομένως, η επίδικη καταγγελία, ως καταχρηστική, είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174, 180 ΑΚ), με συνέπεια η αναιρεσείουσα εταιρεία, μη αποδεχόμενη από τότε τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της αναιρεσίβλητης, να καταστεί υπερήμερη περί την αποδοχή των υπηρεσιών αυτών και συνακόλουθα να υποχρεούται στην καταβολή των ζητούμενων από την αναιρεσίβλητη αποδοχών υπερημερίας. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, αφού διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νόμιμης βάσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς την παραδοχή του Εφετείου για την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσίβλητης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653 και 656 ΑΚ, προκύπτει ότι ο εργοδότης, διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του για την επίτευξη των σκοπών της, δεν έχει κατ' αρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί τον μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού δεν έχει, κατά τις εν λόγω διατάξεις, άλλες συνέπειες, εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. Η κατ' αρχήν, όμως, νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη, όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ' αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Ν. 1264/1982 "για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων", που επιβάλλει στον εργοδότη, με απειλή ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του εργαζομένου, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυσή του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση. Ωστόσο, και στη περίπτωση αυτή, η υποχρέωση του εργοδότη να απασχολεί πραγματικά ή να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο, δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά πρέπει ο εργαζόμενος, ως συνέπεια της μη πραγματικής απασχόλησής του ή της μη επαναπρόσληψής του, να υφίσταται προσβολή της προσωπικότητάς του λόγω μειώσεώς του στο επαγγελματικό και το κοινωνικό περιβάλλον του, τούτο δε είναι συνυφασμένο με το είδος της απασχόλησης και το ιδιαίτερα έντονο συμφέρον του εργαζομένου για πραγματική απασχόληση, περιστατικά που πρέπει να κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1586/2010, 967/2009, 1106/2000). Εν προκειμένω, το δικάσαν Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, δέχθηκε ότι, ενόψει του ότι η αναιρεσίβλητη απασχολείτο στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας εταιρείας επί δεκαπέντε χρόνια, ότι αυτή στο παρελθόν, όταν απαιτήθηκε, είχε συναινέσει σε μεταβολή των υποχρεώσεών της ως προς το αντικείμενο της εργασίας της, χωρίς αντίδραση, ότι ανταποκρινόταν πλήρως στα καθήκοντά της χωρίς να δημιουργεί προβλήματα, ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της έγινε για λόγους εμπάθειας και εκδικήσεως και γι' αυτό χαρακτηρίσθηκε ως καταχρηστική και ότι με την μη απασχόλησή της επέρχεται μείωση των αποδοχών της, αλλά και προσβολή εν γένει της προσωπικότητάς της, η άρνηση της αναιρεσείουσας εργοδότριας εταιρείας να απασχολεί πραγματικά την αναιρεσίβλητη είναι καταχρηστική. Με βάση αυτές τις παραδοχές, το Εφετείο δέχθηκε το σχετικό αίτημα της ένδικης από 29-12-2008 αγωγής και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα εταιρεία να αποδέχεται πραγματικά την εργασία της αναιρεσίβλητης, από της επιδόσεως της υπ' αριθμ. 182/2011 αποφάσεώς του (αναιρεσιβαλλόμενης) και εφεξής, επέβαλε δε σε βάρος της αναιρεσείουσας εταιρείας και υπέρ της αναιρεσίβλητης χρηματική ποινή εκατό (100) ευρώ για κάθε ημέρα παραβάσεως της αμέσως προηγούμενης διατάξεως. Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, στο οποίο εκτίθενται μεν περιστατικά, από τα οποία δύναται να συναχθεί ότι η άρνηση της αναιρεσείουσας εταιρείας να αποδεχθεί την εργασία της αναιρεσίβλητης υπερέβαινε προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ, πλην όμως δεν διευκρινίζεται για ποιο λόγο η μη απασχόληση της αναιρεσίβλητης στα καθήκοντά της ως καθαρίστριας επέφερε και ηθική μείωση της προσωπικότητάς της στο επαγγελματικό και το κοινωνικό της περιβάλλον. Επομένως, ο τρίτος (τελευταίος) λόγος της αναιρέσεως, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι και τους αριθμούς 1 και 10 του ίδιου άρθρου, που επικαλούνται επίσης οι αναιρεσείοντες), με τον οποίο προβάλλεται εκ πλαγίου παραβίαση των προαναφερομένων ουσιαστικού δικαίου κανόνων, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
    Σύμφωνα με τα προδιαληφθέντα, πρέπει, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και ειδικότερα μόνο κατά το μέρος της, κατά το οποίο το Εφετείο δέχθηκε το σχετικό αίτημα της ένδικης από 29-12-2008 αγωγής και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα εταιρεία να αποδέχεται πραγματικά την εργασία της αναιρεσίβλητης, από της επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως και εφεξής, επιβάλλοντας σε βάρος της (αναιρεσείουσας εταιρείας) χρηματική ποινή για κάθε ημέρα παραβάσεως της υποχρεώσεώς της αυτής. Ακολούθως, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 12 παρ. 4 του Ν. 4055/2012), πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο (Εφετείο Ιωαννίνων), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να κατανεμηθούν ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός των διαδίκων μερών (άρθρο 178 ΚΠολΔ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 182/2011 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος.
    Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρέθηκε, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση. Και
    Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, που ορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2012. Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2012.
    Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ