16.4.14

ΜΠΡ ΛΑΡ 806/2013 : ΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΘΕΙ ΑΚΥΡΗ ΑΠΟΛΥΣΗ

Κρίθηκε ότι με το άρθρο 5 της 6/2012 ΠΥΣ καταργήθηκε το άρθρ. 26 του ΠΔ 246/2006 το οποίο συνιστά «ρήτρα μονιμότητας». Η άνω ΠΥΣ εκδόθηκε με εξουσιοδότηση του Υπουργικού Συμβουλίου απευθείας από το νόμο και όχι κατά τις διατάξεις των αρθ. 26 και 43 του Σ. Εγκυρη η καταγγελία.



ΑΠΟΦΑΣΗ 806/2013 
Αριθμός κατάθεσης αγωγής 373/16-5-2013

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
 ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Κωνσταντίνο Χαρίση, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών και από την Γραμματέα Γεωργία Μητραλή.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 14-11-2013 για να δικάσει την με αριθμό κατάθεσης 373/16-5-2013 αγωγή με αντικείμενο εργατική διαφορά, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ...................., κατοίκου Λάρισας, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιού του δικηγόρου Βασίλειου Νιζάμη.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ...................., κατοίκου Λάρισας, που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Θεόφιλου Κώτσιου.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Π.Δ/τος 246/2006 «Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των ΚΤΕΛ Α.Ε. και των ΚΤΕΛ του Ν. 2963/2001», η ισχύς του οποίου άρχισε από τη 1-1-2007, «Οι οδηγοί των μισθωμένων ή ενταγμένων σε ΚΤΕΛ λεωφορείων προσλαμβάνονται και απολύονται από τους ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες των λεωφορείων αυτών», κατά δε την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ιδίου νόμου «1. Ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται: α) Σε όλο το προσωπικό (τακτικό και έκτακτο) των ΚΤΕΛ Α.Ε. και ΚΤΕΛ. Β) Στους οδηγούς των λεωφορείων, που είναι μισθωμένα ή ενταγμένα σε ΚΤΕΛ Α.Ε. ή ΚΤΕΛ και στους μετόχους- ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες λεωφορείων μισθωμένων η ενταγμένων σε ΚΤΕΛ Α.Ε. ή ΚΤΕΛ, όταν απασχολούνται ως οδηγοί στα λεωφορεία ιδιοκτησίας τους, μόνο ως προς προσόντα, τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα και τον πειθαρχικό έλεγχο..2». Στο άρθρο 26 του ιδίου π.δ/τος, στο οποίο επαναλαμβάνονται οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 του προϊσχύσαντος κανονισμού (ΠΔ 229/1994), ορίζεται ότι «1. Το προσωπικό του ΚΤΕΛ απολύεται από την Υπηρεσία για τους ακόλουθους λόγους: α) Εξ αιτίας κατάργησης οργανικής θέσης εργασίας ή Υπηρεσίας μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΤΕΛ, σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ως προς το ποσοστό απολύσεων, κλπ.). Εξαιρείται της παρούσας ρύθμισης το κατά την ισχύ του παρόντος Κανονισμού υπηρετούν τακτικό προσωπικό, για το οποίο, ως προς την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, εφαρμόζονται οι λοιπές ρυθμίσεις του παρόντος Κανονισμού, β) εξ αιτίας καταδίκης για κακούργημα ή κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, απιστία εν γένει και εγκλήματα κατά των ηθών βαθμό πλημμελήματος, γ) εξ αιτίας ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας ή επαγγελματικής ανικανότητας στην εκτέλεση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί σ` αυτό, δ) εξ αιτίας σωματικής ή πνευματικής νόσου που έχει ως αποτέλεσμα τη μόνιμη ανικανότητα του υπαλλήλου να εκτελέσει τα καθήκοντα της ειδικότητάς του και διαπιστώνεται από την αρμόδια υγειονομική υπηρεσία του ΙΚΑ, ε) εξ αιτίας επιβολής της ποινής της οριστικής απόλυσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 18 του παρόντος. 2. Οι παραπάνω λόγοι απόλυσης ισχύουν και για τους οδηγούς του άρθρου 4 του παρόντος και είναι υποχρεωτικοί για τους ιδιοκτήτες των λεωφορείων, στα οποία εργάζονται οι οδηγοί αυτοί. Οι λόγοι των περιπτώσεων β, γ, δ και ε ισχύουν και για τους ιδιοκτήτες- οδηγούς που απασχολούνται στα λεωφορεία ιδιοκτησίας τους. 3. Ιδιοκτήτης λεωφορείου που ειδοποιείται εγγράφως από το ΚΤΕΛ ότι συντρέχει λόγος απόλυσης του οδηγού του, οφείλει το αργότερο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ειδοποίησή του να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ομοίως και ο ιδιοκτήτης οδηγός που απασχολείται στο λεωφορείο ιδιοκτησίας του παύει μέσα στο διάστημα αυτό να εκτελεί τα καθήκοντά του ως οδηγού». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι οι υπάλληλοι που εντάσσονται στο τακτικό και έκτακτο προσωπικό των ΚΤΕΛ, απολύονται μόνο για τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο παραπάνω π.δ. λόγους και επομένως δεν είναι έγκυρη η αναιτιώδης καταγγελία της εργασιακής τους σύμβασης, κατά τις γενικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αδιάφορα αν αυτή γίνεται από τον ιδιοκτήτη του λεωφορείου που τους προσέλαβε ή από το ΚΤΕΛ, όταν το τελευταίο συμβαίνει να είναι και εργοδότης τους. Με τις πιο πάνω διατάξεις θεσπίζεται περιορισμός του προς απόλυση του προσωπικού, με αποτέλεσμα οι ΚΤΕΛ ΑΕ ή τα ΚΤΕΛ να μην μπορούν να προβούν σε καταγγελία των συμβάσεών τους με μόνη την τήρηση των διατυπώσεων του άρθρου 5 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, εφόσον δεν συντρέχει και λόγος από εκείνους που περιοριστικά προβλέπονται στον Κανονισμό. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη χωρίς διακρίσεις διατύπωση των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 26 του Κανονισμού, είναι δε σύμφωνο με τον επιδιωκόμενο σκοπό, που συνίσταται όχι μόνο στην ασφαλή εκτέλεση της μεταφοράς του επιβατικού κοινού και στον περιορισμό της ευθύνης των ιδιοκτητών από τη λειτουργία των λεωφορείων, αλλά, συγχρόνως, και στην κατοχύρωση της εργασιακής θέσης του προσωπικού, το οποίο εργάζεται για την επιτυχία του παραπάνω σκοπού και στην αποτροπή των αυθαίρετων και καταχρηστικών απολύσεών του, στα πλαίσια του λειτουργικού και οικονομικού εκσυγχρονισμού των ΚΤΕΛ (ΟλΑΠ 15/2002, ΕΕργΔ 2002.1223, ΑΠ 1168/2008, δημ. Νόμος, οι οποίες εκδόθηκαν υπό την ισχύ του προηγούμενου κανονισμού). Οι παραπάνω διατάξεις δεν είναι αντίθετες με τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 1, 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 17, 25 παρ. 1 εδ. γ του Συντάγματος) και 1 του Πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, αφού δεν περιορίζουν αδικαιολόγητα το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, ενώ η ιδιαίτερη αυτή ρύθμιση, που ισχύει για το προσωπικό των ΚΤΕΛ, υπαγορεύεται από ειδικές περιστάσεις που τη δικαιολογούν και επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος (ΑΠ 1499/2010, ΑΠ 428/2007, δημ. Νόμος). Η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία ο ιδιοκτήτης του λεωφορείου (και το ίδιο το ΚΤΕΛ, όταν είναι εργοδότης), παράλληλα με τους προβλεπόμενους στον Κανονισμό λόγους απόλυσης του προσωπικού, μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας αναιτιωδώς, κατά τις γενικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, δεν είναι συμβατή με τον παραπάνω Κανονισμό, που δεν εισάγει δυσμενέστερες για τους οδηγούς ρυθμίσεις από εκείνες που ίσχυαν προγενέστερα (π.δ. 229/1994), αφού σε αυτόν δεν περιλαμβάνεται διάταξη άλλη που να ρυθμίζει την απόλυση προσωπικού του ΚΤΕΛ, πλην εκείνης της παραγράφου 1 του άρθρου 26, στη οποία αναφέρονται περιοριστικώς οι λόγοι απόλυσης αυτού, οι οποίοι σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, ισχύουν και για τους οδηγούς των μισθωμένων ή εντεταγμένων σε ΚΤΕΛ λεωφορείων, που έχουν εργοδότη τους ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες των λεωφορείων αυτών.

Περαιτέρω, με το άρθρ. 1 παρ. 2 ν. 4046/2012, ο οποίος ψηφίσθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ενεκρίθη το Μνημόνιο Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής, επιμέρους, Μνημόνια: α) Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Τα παραπάνω μνημόνια επισυνάφθηκαν στο ν. 4046/2012 ως παραρτήματά του και δημοσιεύθηκαν στο ίδιο ΦΕΚ με αριθμό 28/14.02.2012, στην αγγλική (ως επίσημη γλώσσα) και σε ελληνική μετάφραση. Με το άρθρ. 1 παρ. 6 ν. 4046/2012 ορίζεται ότι «οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο Ε ... παρ. 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 ... παρ. 4.1 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παρ. 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου». Η παρ. 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και υπό τον τίτλο «Δεσμεύσεις από το παρελθόν και ειδικοί εργασιακοί όροι» προβλέπει τα εξής: «Πριν την εκταμίευση καταργούνται οι όροι μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ορίζουν ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση) που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας». Πρόθεση του νομοθέτη του παραπάνω νόμου ήταν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις των μνημονίων που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 1 ν. 4046 να ισχύσουν άμεσα ως πρωτογενείς κανόνες δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης. Τούτο προκύπτει απερίφραστα και από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, σύμφωνα με την οποία: «Με την παράγραφο 6 ορίζεται ότι ειδικά οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο Ε’ «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις» παραγράφου 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης» παράγραφος 4.1: Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας» του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου, άμεσης εφαρμογής, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μνημονίου, συνιστούν μέτρα που πρέπει να υιοθετηθούν πριν την εκταμίευση των ενισχύσεων και συνεπώς επιβάλλεται η άμεση ενσωμάτωση των προβλέψεών τους ως κανόνων δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη. Ο νομοθέτης δεν ήθελε να καταλείψει καμία αμφιβολία ότι οι διατάξεις του μνημονίου αποτελούν ήδη δεσμευτικούς κανόνες της εσωτερικής έννομης τάξης και μάλιστα πριν την εκταμίευση των ενισχύσεων του προγράμματος, προκειμένου να λάβει η Ελληνική Δημοκρατία, εγκαίρως, τη διεθνή χρηματοδότηση από το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό ο Ελληνας νομοθέτης επέλυσε αυθεντικά το ζήτημα της κανονιστικής ισχύος των συγκεκριμένων διατάξεων του μνημονίου, κατά τρόπο αυτόνομο και ανεξάρτητο από τη νομική φύση των μνημονίων και το είδος των συγκεκριμένων διατάξεων, εξ απόψεως Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου. Οι συγκεκριμένες διατάξεις των μνημονίων στηρίζουν την κανονιστική ισχύ τους απευθείας στο άρθρο 1 παρ. 6 εδ. α` ν. 4046/2012 και όχι στο χαρακτήρα των μνημονίων ως διεθνών συνθηκών ή κειμένων με κανονιστικό χαρακτήρα. Είναι, συνεπώς, αδιάφορο, αν οι συγκεκριμένες διατάξεις του μνημονίου θα αποτελούσαν καθ’ εαυτές διατάξεις «αυτοδύναμης εφαρμογής» ή, κατ` άλλη διατύπωση, διατάξεις «αυτοεκτελέσιμες», «αυτοεκτελεστές» ή «αυτόθροες», σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου των διεθνών συνθηκών. Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρ. 43 παρ. 2 και 4 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η εξουσία να μεταβιβάζει την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία, υπό την επιφύλαξη ότι το αντικείμενο της ρύθμισης δεν έχει με άλλη συνταγματική διάταξη εξαιρεθεί της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Τίθεται δε ο κανόνας ότι η σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, που ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Μ` αυτά ρυθμίζονται είτε θέματα καθοριζόμενα σε γενικό πλαίσιο, υπό ορισμένους όρους, με νόμους που ψηφίζονται από την Ολομέλεια της Βουλής (νόμους πλαίσιο) (παρ. 4), είτε ειδικά θέματα που προσδιορίζονται συγκεκριμένα από την εξουσιοδοτική διάταξη (παρ. 2 εδ. α`). Περαιτέρω, με τη διάταξη της παρ. 2 εδ. β` του ίδιου άρθρ. 43 του Συντάγματος, προβλέπεται ότι φορείς της εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον πρόκειται περί «ειδικότερων», «τοπικού ενδιαφέροντος», «λεπτομερειακών» ή «τεχνικών» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος, που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Αυτόδηλο περιορισμό ωστόσο στην κανονιστική δράση της διοίκησης συνιστούν τα ίδια τα όρια της εξουσιοδότησης. Κανονιστικές πράξεις της διοίκησης που στερούνται εξουσιοδοτικής κάλυψης είναι νομικά ανίσχυρες. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει ο εξουσιοδοτικός νόμος, όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επιπλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω σε γενικό, ορισμένο όμως πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση, προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (Ολ. ΣτΕ 1210/2010, Ολ. ΣτΕ 1892/2010, Ολ. ΣτΕ 3220/2010, δημ. Όλες στη Νόμος).

Τέλος, σύμφωνα με την πράξη 6 της 28.2.2012 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α` 38 28.2.2012, για τη «ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012» το Υπουργικό Συμβούλιο «Eχοντας υπόψη: 1. Την παράγραφο 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (Α` 28), 2. Τις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Ε1 «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις», παράγραφος 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης» παράγραφος 4.1: «Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας» του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίθηκαν κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1 και προσαρτήθηκαν ως παράρτημα V στον ν. 4046/2012, 3. Το γεγονός ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012, 4. Την ανάγκη να ρυθμιστούν αναγκαία ζητήματα για την εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων, 5. Την ανάγκη εφαρμογής συνολικών και σημαντικών διαρθρωτικών ρυθμίσεων, με στόχο την τόνωση της απασχόλησης και της παραγωγής και την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, με την απελευθέρωση των αγορών εργασίας, όπως αυτές δικαιολογούνται από λόγους γενικότερου συμφέροντος συνδεόμενους με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας και την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων για την προστασία της, 6. Το άρθρο 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Οργανα (π.δ. 63/2005, Α’ 98), 7. Το γεγονός ότι, από την πράξη αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, 8. Την από 28.2.2012 εισήγηση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίζει: ... Αρθρο 5 1. από 14-2- 2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α` 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α` 101). 2. Από την 14.2.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α` 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α 101)». Aρθρο 6. Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις.». Oπως προκύπτει από τα παραπάνω η 6/2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου 4046/2012, με τον οποίο ενεκρίθη το Μνημόνιο Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος. Αποκλειστικός στόχος και κυρίαρχο μέλημα του εν λόγω νόμου είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσω της μείωσης του εργατικού κόστους για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οπως επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση του παραπάνω νόμου, για να μετατραπεί η κρίση σε ευκαιρία, είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί από όλες τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις της Χώρας ότι το στοίχημα της υπέρβασης αυτής της κρίσης συνδέεται άρρηκτα με την αυστηρή τήρηση όλων των δεσμεύσεων που αναλαμβάνει η Χώρα στο πλαίσιο της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και τη συλλογική προσπάθεια για σύνθεση από όλες τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις αναπτυξιακού ορίζοντα, ο οποίος θα βασίζεται στην ανταγωνιστικότητα, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Χώρας και τις δυνατότητες του ανθρώπινου δυναμικού της και ιδιαίτερα τις δυνατότητες και τις δεξιότητες των νέων ανθρώπων, μακριά από αγκυλώσεις, συντεχνίες νοοτροπίες και εσωστρέφεια. Εξάλλου, και στο Κεφάλαιο Ε1 του Παραρτήματος του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, «η πλέον επείγουσα προτεραιότητα της Κυβέρνησης είναι να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ανάπτυξη. Αναγνωρίζουμε την ανάγκη να επιταχύνουμε σημαντικά την εφαρμογή συνολικών και σημαντικών διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την τόνωση της απασχόλησης, της παραγωγής και αύξησης της παραγωγικότητας με την απελευθέρωση των αγορών εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών και αφαιρώντας υπάρχοντα εμπόδια στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Ωστόσο, καθώς προφανώς θα χρειαστούν κάποιο χρόνο για να μεταφραστούν πλήρως σε βιώσιμη ανάπτυξη θα λάβουμε προκαταρκτικά μέτρα για να επιτρέψουμε μία μείωση στους σχετικούς ονομαστικούς μισθούς για να κλείσει γρήγορα το κενό μας στην ανταγωνιστικότητα και να τεθεί μία πρώιμη βάση για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η κυβέρνηση θα λάβει μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Οι αγκυλώσεις στην αγορά εργασίας εμποδίζουν την προσαρμογή των μισθών στις οικονομικές συνθήκες και οδηγούν την απασχόληση στη μαύρη εργασία. Για την προστασία της απασχόλησης και την εξάλειψη του κενού ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας με μεγαλύτερη ταχύτητα, η κυβέρνηση αποσκοπεί να στοχεύσει σε μία μείωση του ανά μονάδα κόστους εργασίας κατά περίπου 15 τοις εκατό κατά τη διάρκεια του προγράμματος. Εάν ο συνεχιζόμενος κοινωνικός διάλογος είναι ανεπιτυχής στον καθορισμό συγκεκριμένων λύσεων έως το τέλος Φεβρουάριου για την επίτευξη του στόχου αυτού, η κυβέρνηση θα λάβει τα αναγκαία νομοθετικά μέτρα, με γνώμονα το επείγον δημόσιο συμφέρον, για να επιτρέψει την προσαρμογή του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους όπως απαιτείται». Το πακέτο των μέτρων για την αγορά εργασίας το οποίο θα εφαρμοσθεί συμπεριλαμβάνει και την αφαίρεση της μονιμότητας απ` όλες τις παραδοσιακές συμβάσεις σε όλες τις εταιρίες. Με τη ρήτρα μονιμότητας ουσιαστικά αναλαμβάνεται η δέσμευση από τον εργοδότη να μην απολύσει τον εργαζόμενο παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και που η βασιμότητά τους κρίνεται σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία, μπορεί δε να συνδυασθεί με σύμβαση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Η μονιμότητα δηλαδή αποτελεί απλώς ένα είδος περιορισμού στο δικαίωμα του εργοδότη για ελεύθερη καταγγελία της σύμβασης.

Συνεπώς, η έννοια της παρ. 2 του άρθρ. 5 της ως άνω Π.Υ.Σ. είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας, οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, αδιακρίτως αν περιέχονται σε συμβάσεις που ήταν εξαρχής αορίστου χρόνου ή σε συμβάσεις που θεωρούνταν ορισμένου χρόνου, λόγω ορίου ηλικίας, καθώς και ό,τι παρεκκλίνει από τους «γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας» και ό,τι προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα (αναφορικά με τα θέματα απόλυσης). Καταργούνται δηλαδή οι διατάξεις που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας την από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους. Δεδομένου, συνεπώς, ότι η ΠΥΣ 6/2012 στόχευε στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ιδιωτικών επιχειρήσεων (για το λόγο αυτό άλλωστε θεσμοθετήθηκε και η μείωση αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα) και στην αποδέσμευσή τους από όρους νόμων που καθιερώνουν ρήτρες μονιμότητας, που τις εγκλωβίζουν σε συγκεκριμένο νομοθετικό καθεστώς, εξαιρετικά δυσμενέστερο από τις κείμενες εργατικές διατάξεις και τις στερούν τη δυνατότητα λήψης μέτρων εξυγίανσης, μέσω της μείωσης του εργοδοτικού τους κόστους, κατάργησε, με το άρθρο 5, το άρθρο 26 του π.δ. 246/2006, κατά τρόπον ώστε ο ιδιοκτήτης λεωφορείου ή ίδιο το ΚΤΕΛ, να μη δεσμεύονται πλέον από τα οριζόμενα σε αυτό και να έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας του προσωπικού τους, τηρώντας τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (έγγραφος τύπος και καταβολή αποζημίωσης). Η ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 6 εδ. α` ν. 4046/2012 σε συνδυασμό με τα συνημμένα κείμενα των μνημονίων, προέβλεψαν την αφαίρεση της μονιμότητας σε όλες τις παραδοσιακές συμβάσεις σε όλες τις εταιρείες και ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου (οι οποίες ορίζονται ως έχουσες λήξη κατά το όριο ηλικίας ή την σύνταξη) θα μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, οι οποίες θα διέπονται από τις κανονικές διαδικασίες απόλυσης καθώς επίσης και ότι καταργούνται οι όροι περί μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ορίζεται ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση) που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας. Η εξουσιοδοτική διάταξη προβλέπει ρητά ότι καταργούνται οι όροι περί μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ορίζεται ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση) που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας, χωρίς να εξειδικεύει, αν ως νόμος νοείται μόνο ο τυπικός ή και ο ουσιαστικός νόμος, ούτε αν ως συμβάσεις εργασίας νοούνται μόνο οι ατομικοί όροι εργασίας ή όροι εργασίας που ισχύουν υποχρεωτικά, επειδή προβλέπονται σε κανονιστικά κείμενα, όπως οι Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτητικές Αποφάσεις, οι Κανονισμοί Εργασίας, οι Οργανισμοί Προσωπικού και οι αποφάσεις διοίκησης επιχειρήσεων. Τα ειδικότερα αυτά ζητήματα καταλήφθηκε να ρυθμιστούν με Π.Υ.Σ. σύμφωνα με την ορισμένη και ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 6 εδ β` ν. 4046/2012. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ν. 4046/2012 θέτει το πλαίσιο και τις γενικές κατευθύνσεις υπό τις οποίες καλείται να ενεργήσει η διοίκηση με την έκδοση κανονιστικής πράξης και περιέχει, πρωτογενή, κανόνα δικαίου. Ο νόμος παραπέμπει και σε κεφάλαια των «Μνημονίων», τα οποία προσαρτήθηκαν ως παράρτημα V σ’ αυτόν, με την πρόβλεψη ότι «συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής». Συνεπώς οι διατάξεις του άρθρ. 5 της Π.Υ.Σ. 6/28.02.2012, με τις οποίες ρυθμίζονται ειδικότερα ζητήματα για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη, τα οποία καταλήφθηκε να ρυθμιστούν με αυτήν, δεν εκδόθηκαν από τη διοίκηση κατά παράβαση των άρθρ. 26 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος και για το λόγο αυτόν είναι εφαρμοστέες, διότι η προμνησθείσα διάταξη, επιτρεπτώς, εξουσιοδοτεί το υπουργικό συμβούλιο να ρυθμίσει, πράγματι, ειδικότερο θέμα, δηλαδή μερικότερη περίπτωση θέματος, που ρυθμίζεται σε γενικό πλαίσιο στον τυπικό νόμο, και, επομένως, η διάταξη αυτή δεν αντιβαίνει στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από 5-9-2013 έκθεση του Εισηγητή Αεροπαγίτη περί της εκκρεμούς αίτησης αναίρεσης της υπ’ αριθμ. 24/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, η οποία έκρινε τα αντίθετα με τα ανωτέρω υποστηριζόμενα. Πρβλ. και ΣΤΕ 1283/2012, δημ. Νόμος).

Επιπρόσθετα, στο άρθρο 30 του ανωτέρω π.δ. 246/2006 ορίζεται ότι: "Η διάρκεια της περιόδου εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις οκτώ (8) ώρες ημερησίως και τις σαράντα (40) ώρες εβδομαδιαίως με σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας πέντε (5) εργασίμων ημερών. Υπάρχει δυνατότητα παράτασης της ημερήσιας περιόδου εργασίας μέχρι μία (1) ώρα την ημέρα ώστε η συνολική διάρκεια της να φθάνει μέχρι εννέα (9) ώρες ημερησίως και δύο (2) φορές την εβδομάδα κατά μία (1) ώρα, επιπλέον, ώστε η συνολική διάρκειά της να φθάνει μέχρι δέκα (10) ώρες τις δύο αυτές φορές την εβδομάδα, αλλά η συνολική διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας δεν θα υπερβαίνει τις σαράντα πέντε (45) ώρες συνολικά, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 33". Στη συνέχεια στο άρθρο 33 ορίζεται ότι: "1. Υπερωριακή εργασία νοείται κάθε υπέρβαση της κατά το άρθρο 30 ημερήσιας περιόδου εργασίας (8 ώρες ημερησίως). 2. Υπέρβαση των κατά την προηγούμενη παράγραφο ορίων ημερησίας περιόδου εργασίας ή απασχολήσεως, λογιζομένη ως υπερωρία, επιτρέπεται στις παρακάτω περιπτώσεις: α) Εκτέλεση ενός δρομολογίου διάρκειας μεγαλύτερης του οριζόμενου στο άρθρο 3 ορίου πραγματικής εργασίας, β) εξαιρετικής σώρευσης εργασίας που μπορεί να προβλεφθεί και γ) παραμονών των εξαιρέσιμων ημερών ή τοπικών εορτών. 3. Οι κατά τα ανωτέρω υπερωρίες δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις δύο (2) ώρες κάθε ημέρα ούτε τις 120 ώρες ετησίως άσχετα αν αυτές πραγματοποιούνται για επαύξηση του χρόνου της περιόδου εργασίας ή οδήγησης ή και των δύο. 4. Κατ` εξαίρεση, επίσης, επιτρέπεται υπέρβαση των κατά την προηγούμενη παράγραφο οριζομένων υπερωριών στις ακόλουθες περιπτώσεις … γ) Επιβαλλόμενης επισκευής αυτοκινήτων ή καθυστέρησης εκτέλεσης δρομολογίων οφειλομένων σε ανωτέρα βία … 5. Οι κατά τα ανωτέρω υπερωρίες συνυπολογιζομένων και αυτών που ορίζονται στην παρ. 3 του παρόντος άρθρου, δεν μπορούν να υπερβαίνουν κατ` ανώτατο όριο για κάθε ημέρα τις τρεις (3) ώρες και τις 180 ώρες ετησίως". Επίσης, κατά την αριθμ. 10/2000 διαιτητική απόφαση "για τους όρους εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων, που απασχολούνται στα αστικά και υπεραστικά λεωφορεία όλης της χώρας" (Π.Κ. Υπ. Εργ.5/5-4-2000), "Η διάρκεια της περιόδου εργασίας, για τα υπεραστικά και τα αστικά λεωφορεία, μονής φυλακής του άρθρου 3 παρ. 1 ΠΔ 54|1998 επαναπροσδιορίζεται και δεν μπορεί να υπερβαίνει τις οκτώ (8) ώρες ημερησίως και τις σαράντα (40) εβδομαδιαίως, με το σύστημα της εβδομαδιαίας εργασίας πέντε εργασίμων ημερών. Για την εφαρμογή του πενθημέρου και την χορήγηση των αργιών της παρ. 1 αυτού του άρθρου, σχηματίζονται ετησίως 114 ημέρες ανάπαυσης .... 4. Η απασχόληση των εργαζομένων με το πρόγραμμα ετήσιας κατανομής των αναπαύσεων της παρ. 3 δεν συνιστά υπερωριακή εργασία ή εργασία Κυριακής ή αργίας, εφόσον ο ετήσιος προγραμματισμός τηρεί τις 114 ημέρες αργιών και αναπαύσεων. Η υπέρβαση της νόμιμης ημερήσιας απασχόλησης των 8 ωρών, αμείβεται ως υπερωρία, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, εφόσον δεν έχει χορηγηθεί άλλη ημέρα αναπαύσεως εντός του έτους σύμφωνα με τον ετήσιο προγραμματισμό για χορήγηση 114 αναπαύσεων ....". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι: 1) για το προσωπικό κινήσεως των ΚΤΕΛ, το νόμιμο ωράριο εργασίας είναι 8ωρο, 2) η υπέρβαση της νόμιμης ημερήσιας απασχόλησης των 8 ωρών αμείβεται ως υπερωρία, 3) οι διατάξεις αυτές είναι ειδικές σε σχέση με τις γενικές διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2874/2000 και 4) δεν είναι δυνατή η υπερεργασιακή απασχόληση του προσωπικού κινήσεως των ΚΤΕΛ. Επίσης προκύπτει ότι εάν εργαστούν επιπλέον του νομίμου ωραρίου, χωρίς να συντρέχει περίπτωση νόμιμης υπερωρίας, δικαιούνται αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση (ΑΠ 39/2011, δημ. Νόμος). Πότε υπάρχει νόμιμη υπερωρία του εν λόγω προσωπικού προκύπτει από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις των άρθρων 30 και 33 πδ 246/2006 σε συνδυασμό με την αριθμ. 10/2000 Δ.Α. Με βάση τις διατάξεις αυτές, υπερωρία υπάρχει επί υπέρβασης του 8ωρου ημερησίως ή 40ώρου εβδομαδιαίως και εφόσον δεν έχει χορηγηθεί άλλη ημέρα αναπαύσεως εντός του έτους σύμφωνα με τον ετήσιο προγραμματισμό για χορήγηση 114 αναπαύσεων, οπότε (αν δηλαδή δεν έχει χορηγηθεί άλλη ημέρα αναπαύσεως) και εφόσον η υπέρβαση του ωραρίου είναι μέχρι μία (1) ώρα την ημέρα ώστε η συνολική διάρκεια της να φθάνει μέχρι εννέα (9) ώρες ημερησίως και δύο (2) φορές την εβδομάδα κατά μία (1) ώρα, επιπλέον, ώστε η συνολική διάρκειά της να φθάνει μέχρι δέκα (10) ώρες τις δύο αυτές φορές την εβδομάδα, αλλά η συνολική διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας δεν υπερβαίνει τις σαράντα πέντε (45) ώρες, ή εφόσον συντρέχει περίπτωση των παραγράφων 2 και 4 του π.δ. 246/2006 και δεν υπάρχει υπέρβαση των 3 ωρών ημερησίως ή 180 ωρών ετησίως, τότε πρόκειται για επιτρεπτή (νόμιμη) υπερωρία, ενώ αν υπερβαίνει αυτά τα όρια είναι παράνομη, αμειβόμενη κατά τις διατάξεις του ν. 2874/2000, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3385/2005 και αυτός με το ν. 3863/2010 (πρβλ. υπό προηγούμενο καθεστώς ΑΠ 84/2009, δημ. Νόμος). Δηλαδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 ν. 3385/2005, που αντικατέστησε το άρθρο 4 ν. 2874/2000, και ισχύει από 1-10-2005, ο μισθωτός για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι ωρών ετησίως δικαιούται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50% και ήδη, μετά το ν. 3863/2010 (άρθρο 74 παρ. 10) που ισχύει από 15-7-2010, 40%, ενώ η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75% και, ήδη μετά το ν. 3863/2010, κατά 60%, για δε την κάθε ώρα παράνομης υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% και ήδη, μετά το ν. 3863/2010, κατά 80%. Για τη θεμελίωση της αξίωσής του αυτής, ο εργαζόμενος δεν χρειάζεται πλέον να επικαλεσθεί, όπως υπό το καθεστώς του άρθρου 1 παρ. 2 ν. 435/1976, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού αυτή απορρέει ευθέως από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 3385/2005 (Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, σελ. 907, ΕφΠειρ 572/2009, ΠΕΙΡΝΟΜ 2010.141). Εξάλλου, για το ορισμένο αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση αξιώσεων από υπερωριακή απασχόληση, πρέπει να αναφέρονται σε αυτή, εκτός άλλων, και οι ώρες που ο εργαζόμενος ενάγων απασχολήθηκε συνολικά ή καθ` υπέρβαση του νομίμου ωραρίου κάθε ημέρα και κάθε εβδομάδα του επίδικου χρονικού διαστήματος, ενώ είναι δυνατόν να προσδιορίζονται αυτές και κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή το μήνα (ΑΠ 39/2011 ό.π., πρβλ. και ΑΠ 1371/2003 Νόμος, ΑΠ 1235/2003, ΕλΔ 2005.439, ΑΠ 840/2003 ό.π. ΑΠ 1331/2001, ΕλΔ 42.1592, ΑΠ 975/2000, ΕλΔ 42.121, ΕφΑθ 3150/2006, ΕλΔ 2006.1477), χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το νόμιμο ωράριο, όταν αυτό προκύπτει από τη φύση της αναφερόμενης στο δικόγραφο εργασίας (ΑΠ 1848/1989, ΔΕΝ 1991.1144), ούτε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης, εφόσον ο εργαζόμενος ασκεί αξιώσεις από παράνομη υπερωριακή απασχόληση (ΕφΘεσ 3471/1987, Αρμ 1988.457).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων ισχυρίζεται με την υπό κρίση αγωγή του ότι στις 1-1-2008 προσλήφθηκε από τον εναγόμενο, προκειμένου να εργαστεί ως μόνιμος τακτικός οδηγός στο λεωφορείο ΔΧ, ιδιοκτησίας του, που είναι ενταγμένο στη δύναμη του ΚΤΕΛ Λάρισας. Οτι στις 3-4- 2013 ο εναγόμενος του κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας του. Οτι αυτή η καταγγελία είναι άκυρη, διότι έλαβε χώρα χωρίς να συντρέχει κάποιος από τους λόγους που ορίζει το άρθρο 26 του πδ 246/2006, που συνέχισε να ισχύει και μετά το ν. 4046/2012 και την εκδοθείσα βάση αυτού 6/2012 Π.Υ.Σ. Οτι, ακόμα, το χρονικό διάστημα από 1-5-2008 έως και 30-4-2012, πέρα από το νόμιμο ωράριό του, απασχολήθηκε επί 24 ώρες κάθε μήνα στις αναφερόμενες ειδικά στην αγωγή εργασίες που αφορούσαν στη συντήρηση και επισκευή του λεωφορείου του εναγομένου. Οτι η εργασία του αυτή συνιστούσε παράνομη υπερωρία, καθόσον πραγματοποιούνταν εκτός του νομίμου ωραρίου του, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των νόμιμων υπερωριών, και συνεπώς του οφείλεται η νόμιμη αποζημίωση, δηλαδή για κάθε ώρα παράνομης υπερωρίας το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%. Με το ιστορικό αυτό ζητεί α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ανωτέρω καταγγελίας, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει, το συνολικό ποσό των 1.324,73 ευρώ, ως μισθούς υπερημερίας, νομιμότοκα, αφότου τα επί μέρους ποσά κατέστησαν απαιτητά, το ποσό των 1000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του και την επαγγελματική και ηθική του μείωση που επήλθε από τον τρόπο και τις περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η απόλυσή του, με το νόμιμο τόκο απ` την επίδοση της αγωγής, το συνολικό ποσό των 19.702,56 ευρώ ως αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση, κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας του και επικουρικά, σε περίπτωση μη ευδοκίμησης της κύριας βάσης, με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, και τέλος γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις υπηρεσίες του με απειλή χρηματικής ποινής 300 ευρώ την ημέρα. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται να συζητηθεί στο παρόν Δικαστήριο που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 664 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), ενώ ως προς το παραδεκτό του αιτήματος καταβολής αποδοχών υπερημερίας έχει ασκηθεί εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955. Ωστόσο, κατά το τμήμα με το οποίο ζητείται να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της γενόμενης καταγγελίας, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις υπηρεσίες του με απειλή χρηματικής ποινής, να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά λεχθέντα, με το ν. 4046/2012 και την εκδοθείσα βάση αυτού 6/2012 Π.Υ.Σ (άρθρο 5 παρ. 2) καταργήθηκε το άρθρο 26 του πδ 246/2006 που χαρακτηρίζεται ως «ρήτρα μονιμότητας» και μετέτρεπε την ψευδεπίγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος σε κατ` ουσίαν σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με χρόνο λήξης αυτής τη συμπλήρωση του εκάστοτε οριζόμενου νόμιμου ορίου ηλικίας ή τη συνταξιοδότηση, αφού καταγγελία της ατομικής σύμβασης εργασίας του δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο για τους περιοριστικά αναφερόμενους στην παραπάνω διάταξη λόγους. Κατά τα λοιπά, όμως, και όσο αφορά το κονδύλιο που αφορά την υπερωριακή απασχόληση αυτού, αυτή είναι ορισμένη, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγομένου, καθόσον αναφέρονται τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή της στοιχεία με βάση και τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δηλαδή η κατά μήνα υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου, η αναφορά στο οποίο δεν απαιτείται αφού προκύπτει από τη φύση της παρεχόμενης εργασίας, ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται και ότι συντρέχει περίπτωση επιτρεπτής υπερωρίας, αφού ζητούνται παράνομες υπερωρίες. Επίσης, είναι και νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 30 και 33 π.δ. 246/2006, ΔΑ 10/2000 "για τους όρους εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων, που απασχολούνται στα αστικά και υπεραστικά λεωφορεία όλης της χώρας", 1 παρ. 1 και 4 ν. 2874/2000, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3385/2005 και αυτός με το ν. 3863/2010, καθώς και σε αυτές των άρθρων 648, 653, 341, 345, 346, 904 ΑΚ, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ. Συνεπώς η κρινόμενη αγωγή πρέπει, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί, περαιτέρω κατ` ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των αναλογούντων ποσοστών υπέρ ΤΝ και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ και το με αριθμό διπλότυπο είσπραξης της Α` ΔΟΥ Λάρισας και το υπ’ αριθμ. διπλότυπο είσπραξης της ΕΤΕ).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, λαμβανόμενα υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απ’ την υπ’ αριθμ. 2703/2013 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας, την οποίες προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος, και η οποία λήφθηκε μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 1-1-2008 συνήφθη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο εναγόμενος προσέλαβε τον ενάγοντα, προκειμένου να εργαστεί ως τακτικός οδηγός στο με αριθμό κυκλοφορίας ............. ΔΧ λεωφορείο ιδιοκτησίας του, το οποίο είναι ενταγμένο στη δύναμη του Υπεραστικού ΚΤΕΛ Λάρισας ΑΕ, όπου και εργάσθηκε έως και τις 2-7-2013, οπότε και επήλθε η λύση της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με την από 3-4-2013 έγγραφη καταγγελία αυτής με προειδοποίηση. Πέραν των υποχρεώσεων που απέρρεαν από το Γενικό Κανονισμό Προσωπικού ΚΤΕΛ (π.δ. 246/2006, που ενδιαφέρει εν προκειμένω) και οι οποίες συνίσταντο στον εφοδιασμό του λεωφορείου με καύσιμα, λιπαντικά, έλαια μηχανής και νερό ψυγείου, την επιθεώρηση όλων αυτών πριν από κάθε δρομολόγιο, την εποπτεία και τον έλεγχο της καθαριότητας του λεωφορείου κατά την ώρα της υπηρεσίας του, ο ενάγων ήταν υποχρεωμένος να μεταφέρει το ως άνω λεωφορείο που οδηγούσε στο συνεργείο του ΚΤΕΛ Λάρισας για εργασίες συντήρησης αυτού, όπως αλλαγής λαδιών-φίλτρου, γρασάρισμα, ιμάντες, τεντοτήρες, βουλκανιζατέρ κτλ. Το συνεργείο αυτό του ΚΤΕΛ Λάρισας βρίσκεται πλησίον των εγκαταστάσεων του ΚΤΕΛ στη θέση Αγία Μαρίνα. Σχετικά, πρέπει καταρχήν να λεχθεί ότι το λεωφορείο του εναγομένου, μοντέλο του 2003, δεν χρειάζεται ρεγουλάρισμα φρένων, δεδομένου ότι το ρεγουλάρισμα σε όλα τα καινούργια μοντέλα λεωφορείων, όπως του εναγομένου, γίνεται αυτόματα (βλ. το από 9-9-2013 έγγραφο της .................... σε συνδυασμό και με την ανωτέρω υπ’ αριθμ. 2703/2013 ένορκη βεβαίωση του ...................., συντηρητή των λεωφορείων του ΚΤΕΛ στο ως άνω συνεργείο). Από εκεί και πέρα, για το ανωτέρω λεωφορείο απαιτούνταν έλεγχος στο σύστημα πέδησης μία φορά το χρόνο, και τακτική συντήρηση αυτού κάθε 30.000-60.000 χιλιόμετρα, που στα λεωφορεία του ΚΤΕΛ Λάρισας πραγματοποιείται στα 50.000 χιλιόμετρα, ήτοι περίπου κάθε 10 μήνες (βλ. το ανωτέρω από 9-9-2013 έγγραφο της ...................., την κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου και την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση). Ως τακτική συντήρηση, η οποία πραγματοποιείται στο ανωτέρω συνεργείο του ΚΤΕΛ, νοείται κυρίως η αλλαγή λαδιών, φίλτρων και βαλβίδων, και το γρασάρισμα του λεωφορείου, και διαρκεί περίπου μία ώρα. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και απ’ το προσκομιζόμενο τετράδιο εργασιών συντήρησης, που τηρούσε ο ίδιος ο ενάγων και κατέγραφε όλες τις εργασίες που γίνονταν στο λεωφορείο, και απ’ το οποίο προκύπτει ότι στο ανωτέρω λεωφορείο έγιναν οι κάτωθι εργασίες συντήρησης ή επισκευής: Την 6-5-2008 αλλαγή λαδιών στα 453.779 χιλ., αλλαγή φίλτρου λαδιού, φίλτρου πετρελαίου και νεροπαγίδες, καθώς και συντήρηση κομφλέρ, την 29-9-2008 αλλαγή εμπρόσθιων ελαστικών στα 485.000 χιλιομ., την 5-1-2009 αλλαγή λαδιών στα 505.200 χιλιομ., καθώς και αλλαγή φίλτρου λαδιού, φίλτρου πετρελαίου, φίλτρου ξεραντήρα και φίλτρου καυστήρα, καθώς και γρασάρισμα, την 4-2-2009 αλλαγή ιμάντα κινητήρα, τεντοτήρα κινητήρα και επισκευή δυναμό στα 509.279 χιλιομ., την 14-4-2009 αλλαγή στα τακάκια των φρένων εμπρός και πίσω και αλλαγή των εμπρόσθιων φούσκων στα 522.934 χιλιομ., την 21-6-2009 ρύθμισμα και αλλαγή βαλβίδων, την 18-8-2009 αλλαγή λαδιών, λαδιών ρετάρτερ και φίλτρου λαδιού στα 550.000 χιλιομ., την 21- 8-2009 αλλαγή μπαταριών στα 550.100 χιλιομ., την 8-6-2010 αλλαγή λαδιών, φίλτρου λαδιού, λαδιών σασμάν, λαδιών διαφορικού και τεντοτήρα δυναμό στα 600.000 χιλιομ., την 16-8-2010 αλλαγή στα μπεκ και στις βαλβίδες στα 612.600 χιλιομ., την 29-11-2010 αλλαγή ελαστικών στα 632.000 χιλιομ., την 11-3-2011 αλλαγή λαδιών και φίλτρου πετρελαίου στα 652.000 χιλιομ., την 12-10-2011 αλλαγή λουριών, τεντοτήρων και τουρμπίνας στα 693.000 χιλιομ., την 21-11-2011 αλλαγή λαδιών, φίλτρου αέρος, φίλτρου λαδιού και φίλτρου πετρελαίου στα 702.000 χιλιομ., την 21-6-2012 αλλαγή λαδιών, λαδιών σασμάν, λαδιών ρετάρτερ και φίλτρων λαδιού στα 742.000 χιλιομ. και την 9-4-2013 αλλαγή λαδιών και φίλτρων στα 791.311 χιλιομ. Ολες οι παραπάνω εργασίες, συνεπώς, έλαβαν χώρα στο ανωτέρω συνεργείο του ΚΤΕΛ, το οποίο είχε τη σχετική δυνατότητα. Στο τελευταίο δεν εκτελούνταν μόνο εργασίες επισκευής κινητήρων, σασμάν και διαφορικών, για τις οποίες έπρεπε να απευθυνθεί ο ενδιαφερόμενος στο συνεργείο του .................... στη Λάρισα, ή περίπλοκες ηλεκτρολογικές εργασίες, όπου γίνονταν στο ηλεκτρολογείο του ...................., επίσης στη Λάρισα. Ωστόσο, τέτοιες εργασίες δεν έλαβαν χώρα εν προκειμένω (βλ. σχετ. και την κατάθεση του ίδιου του μάρτυρα του ενάγοντα, όπου καταθέτει ότι δεν μπορεί να καταθέσει αν το λεωφορείο όντως πήγε σε εξωτερικό συνεργείο και πότε), αφού το λεωφορείο ήταν καινούργιο, και επομένως δεν εμφάνιζε σχετικές σοβαρές βλάβες, που να απαιτούσαν επισκευή τους σε εξωτερικό συνεργείο, ενώ δεν υπάρχουν και τέτοιες καταγραφές στο προσκομιζόμενο τετράδιο εργασιών, ούτε δε παρίσταται εύλογο ο ενάγων να κατέγραφε σ’ αυτό απλές εργασίες συντήρησης-επισκευής, που γίνονταν μάλιστα στο συνεργείο του ΚΤΕΛ, αλλά να μην κατέγραφε σοβαρές επισκευές, που λάμβαναν χώρα σε εξωτερικά συνεργεία. Συνεπώς, τα υποστηριζόμενα στην αγωγή ότι αυτός (ο ενάγων) δύο φορές το μήνα μετέφερε το λεωφορείο στο συνεργείο για ρεγουλάρισμα φρένων, απασχολούμενος επί 30 λεπτά της ώρας και συνολικά επί μία ώρα, δύο φορές τον μήνα για τη συντήρηση της μηχανής, απασχολούμενος μία ώρα την κάθε φορά και συνολικά επί δύο ώρες, μία φορά τον μήνα επί 30 λεπτά για ηλεκτρολογικές εργασίες και τέσσερις φορές το μήνα για γρασάρισμα και μια για αλλαγή λαδιών (κάθε 5.000 χιλιόμετρα) είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα. Η μόνη τακτική ενέργεια του ενάγοντος ήταν η μετάβαση στο συνεργείο του ΚΤΕΛ 8 φορές το μήνα για το εξωτερικό πλύσιμο του λεωφορείου, δεδομένου ότι εκεί λειτουργεί και αυτόματη βούρτσα πλυσίματος, απασχολούμενος στη σχετική διαδικασία, μέχρι να ολοκληρωθεί το πλύσιμο, συνολικά επί 30 λεπτά την κάθε φορά. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι τόσο οι ανωτέρω εργασίες συντήρησης-επισκευής του λεωφορείου, όποτε αυτές γίνονταν, όσο και η τακτική εργασία εξωτερικού πλυσίματος αυτού διενεργούνταν όλες εντός του νομίμου ημερήσιου ωραρίου του ενάγοντος. Περί αυτού είναι σαφής τόσο η κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου όσο και η κατάθεση του .................... στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση. Αλλωστε το ωράριο των οδηγών του ΚΤΕΛ δεν απαιτεί οδήγηση καθ` όλη τη διάρκεια του νομίμου ωραρίου τους, αλλά υπάρχουν σημαντικά χρονικά κενά απ’ την ολοκλήρωση ενός δρομολογίου μέχρι να ξεκινήσει το επόμενο, πέραν του ότι αρκετές ημέρες το μήνα η όλη υπηρεσία ενός οδηγού είναι εφεδρική, και πραγματοποιεί δρομολόγιο μόνο αν παρουσιασθεί έκτακτη ανάγκη. Στα σχετικά αυτά κενά διενεργούνται όλες οι ανωτέρω εργασίες, κάτι που αναγράφεται μάλιστα και στη σχετική υπηρεσία του Υπεραστικού ΚΤΕΛ Λάρισας, και αποτελεί τη διαδεδομένη πρακτική, ιδίως όσο αφορά ΚΤΕΛ ανάλογα με αυτό του ΚΤΕΛ Λάρισας, με δικό του συνεργείο και δικιά του βούρτσα εξωτερικού καθαρισμού, πλησίον μάλιστα των εγκαταστάσεων του ΚΤΕΛ. Αλλωστε, στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε κανένας λόγος να απασχολείται υπερωριακά ο ενάγων για τις εργασίες συντήρησης ή καθαρισμού του λεωφορείου, αφού τόσο ο πατέρας του εναγομένου όσο και ο ίδιος ο εναγόμενος είναι και οι ίδιοι οδηγοί του ίδιου λεωφορείου, οπότε αν χρειαζόταν κάποια χρονοβόρα εργασία εκτός του νομίμου ωραρίου του ενάγοντος μπορούσαν να την πραγματοποιήσουν ευχερώς οι ίδιοι. Τέλος, και όσον αφορά στο καθημερινό εσωτερικό καθάρισμα του λεωφορείου, και αυτό λάμβανε χώρα σε κάθε περίπτωση εντός του νόμιμου ωραρίου του, κατά τα μεσοδιαστήματα των διαφόρων δρομολογίων (βλ. σχετ. κατάθεση μάρτυρα εναγομένου), και για κάποια ελάχιστα λεπτά μετά το πέρας του τελευταίου δρομολογίου (αφού προφανώς η ολοκλήρωση του τελευταίου δρομολογίου δεν συμπίπτει με ακρίβεια λεπτού με το πέρας του νομίμου ωραρίου, αλλά υπάρχει ένα μικρό επιπλέον χρονικό περιθώριο για το κατέβασμα των επιβατών, ένα σύντομο εσωτερικό καθάρισμα και το παρκάρισμα του λεωφορείου), πέραν βέβαια του ότι ο ενάγων για την εργασία του αυτή λάμβανε το ειδικό επίδομα άνευ εισπράκτορα που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 10 π.δ. 246/2006 (βλ. την από 13-11-2013 βεβαίωση του ΚΤΕΛ Λάρισας), στα χρέη δε του εισπράκτορα περιλαμβάνονται ακριβώς και η διατήρηση κατά το χρόνο της υπηρεσίας του της καθαριότητας στο εσωτερικό του λεωφορείου, δηλαδή υαλοπινάκων, καθισμάτων, τοιχομάτων και δαπέδου, το άνοιγμα και το κλείσιμο των παραθύρων, κτλ (άρθρο 10 πδ 246/2006). Επομένως, και το σχετικό αιτούμενο κονδύλιο για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Βέβαια, αξίζει να επισημανθεί ότι σε σχέση με τις ανωτέρω εργασίες εξωτερικού καθαρισμού και συντήρησης του λεωφορείου, αυτές, εφόσον χαρακτηρίζονται πρόσθετες (ΑΠ 84/2009, ο.π.), δικαιολογούν και πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος ανάλογη με την πρόσθετη εργασία αυτή, που παρασχέθηκε, όπως προαναφέρθηκε, εντός του νομίμου ωραρίου, και η οποία προσδιορίζεται βάσει του συνηθισμένου μισθού και τις ειδικές περιστάσεις που συντρέχουν. Ωστόσο, η κρινόμενη αγωγή δεν έχει βάση (έστω επικουρική) για καταβολή πρόσθετης αμοιβής σε σχέση με το συμφωνημένο μισθό για εργασία που παρασχέθηκε εντός του νόμιμου ωραρίου εργασίας, αλλά μόνο για καταβολή αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, και συνεπώς δεν μπορεί το Δικαστήριο να εξετάσει το σχετικό ζήτημα και τυχόν να επιδικάσει κάποιο κονδύλιο αυτεπαγγέλτως, κάτι που μπορεί πλέον να ζητηθεί μόνο με ξεχωριστή αγωγή.

Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα ανωτέρω στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των μερών, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθ. 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Λάρισα, στο ακροατήριό του, και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση την



Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ