23.4.14

ΑΠ 612/2012: ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ-ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ


Διεκδικητική αγωγή ακινήτου από Δήμο - Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος - Η αδράνεια του δικαιούχου, ως θεμελιωτικός λόγος κατάχρησης δικαιώματος -. Δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ' αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ' ανάγκη από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλ' απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 8/01, 1/97, 62/90, 2101/84, 88/80∙ ΑΠ 1140/11). Κρίθηκε ότι η ενάγουσα Κοινότητα, στη θέση της οποίας υπεισήλθε ο αναιρεσίβλητος Δήμος με την εν γένει συμπεριφορά της δεν δημιούργησε στο αναιρεσείον την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα της διεκδίκησης του επίδικου ακινήτου.


Αριθμός 612/2012 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Γ' Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Δημάδη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη και Χαράλαμπο Αθανασίου, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Θεόδωρο Ράπτη Πάρεδρο Ν.Σ.Κ., με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
    Του αναιρεσίβλητου: Δήμου Κύρρου Ν. Πέλλης (Ο.Τ.Α.) ως καθολικού διαδόχου της πρώην Κοινότητας Αραβησσού Ν. Πέλλης, νομίμως εκπροσωπουμένου, με έδρα τα Γιαννιτσά, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Φουρτουνίδη.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-12-1998 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 25/2000 μη οριστική και 118/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1863/2007 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείων με την από 27-12-2007 αίτησή του.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Σπυρίδων Μιτσιάλης ανέγνωσε την από 28-12-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Παραδεκτά φέρεται για συζήτηση ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης από 27-12-2007 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 1863/2007 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, μετά την έκδοση και εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του Εφετείου αυτού της 432/2008 θετικής γνωμοδότησης του Γ' Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου αυτού (άρθρο 12 ν.2298/1995, όπως αντικ. με το άρθρο 28 παρ.3 ν.2579/1998 και στη συνέχεια με το άρθρο 42 του ν. 2721/1999).
    ΙΙ. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του (Ολ.ΑΠ 16/2006). Ως "καλή πίστη" θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των "χρηστών ηθών" χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνωςσκεπτομένου ανθρώπου. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ' αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ' ανάγκη από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλ' απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ.ΑΠ 8/01, 1/97, 62/90, 2101/84, 88/80). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999, Ολ.ΑΠ 32/1996). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 661/1984).
    Στην προκείμενη περίπτωση, με το μοναδικό λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, δέχθηκε την ένδικη διεκδικητική αγωγή της Κοινότητας Αραβισσού Γιαννιτσών στη θέση της οποίας υπεισήλθε ο ήδη αναιρεσίβλητος καθολικός της διάδοχος Δήμος, ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και, έτσι, στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει της υπ' αριθμ. 4527/15-3-1960 απόφασης του Νομάρχη Πέλλας, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Γιαννιτσών, στον Τόμο ΣΤ' και με αύξοντα αριθμό 904, παραχωρήθηκε νομίμως, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αρχή αυτής της σκέψης, στην τέως Κοινότητα Αραβησσού του Ν. Πέλλας, κατ' εφαρμογή των άρθρων 197 παρ.1 και 3 και 283 του Αγροτικού Κώδικα, το υπ' αριθμ. 1 κοινόχρηστο κληροτεμάχιο, εκτάσεως 12.018.350 τετραγωνικών μέτρων, το οποίο προέκυψε κατά την οριστική διανομή του αγροκτήματος Αραβησσού Γιαννιτσών του έτους 1934, που κυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 16382/3705/3-3-1957 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας που δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β' /48/1957). Η κοινότητα Αραβησσού, συνενώθηκε, κατ' εφαρμογή του νόμου 2539/1997, με τις Κοινότητες Αξού, Αχλαδοχωρίου, Λάκκας, Μύλοτόπου, Παλαιού Μυλοτόπου και Πλαγιαρίου Ν. Πέλλας και αποτέλεσαν όλες μαζί τον εκκαλούντα Δήμο Κύρρου, με έδρα το Νέο Μυλότοπο, στην κυριότητα του οποίου, ως οιονεί καθολικού διαδόχου των παραπάνω Κοινοτήτων, περιήλθε αυτοδικαίως και το ως άνω κοινόχρηστο κληροτεμάχιο, τμήμα του οποίου, εμβαδού 388.117 τετραγωνικών μέτρων, που συνορεύει ανατολικά εν μέρει επί πλευράς μήκους 845,82 τρεχόντων μέτρων με υπόλοιπο τμήμα του ίδιου κληροτεμαχίου και εν μέρει επί πλευράς μήκους 218 μέτρων με τα υπ' αριθμ. 259, 236, 237, 238, 239 και 240 κληροτεμάχια, νότια με τα υπ' αριθμ. 2 59, 236, 235, και 210 κληροτεμάχια επί πλευράς μήκους 301,55 μέτρων, δυτικά δε, επί πλευράς τεθλασμένης, μήκους 1.112,40 μέτρων και βόρεια επί πλευράς μήκους 338,56 μέτρων με υπόλοιπο τμήμα του υπ' αριθμ. 1 κοινόχρηστου, αποτελεί την επίδικη έκταση. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι από το έτος 1961 και εντεύθεν διάφορα πεζοπόρα τμήματα των Στρατιωτικών Μονάδων του Β' Σώματος Στρατού μετέβαιναν εκτάκτως σε απροσδιόριστη και εκτεταμένη έκταση του μείζονος υπ' αριθμ. 1 κοινόχρηστου κληροτεμαχίου της Κοινότητας Αραβησσού, στην ενρύτερη περιοχή στους πρόποδες του όρους Πάϊκου και εκτελούσαν εκπαιδευτικές βολές με ελαφρά όπλα πεζικού, σε διάφορες θέσεις της έκτασης αυτής, όπου έβρισκαν κάθε φορά, μετά από αναζήτηση ελεύθερου χώρου, που δεν καλλιεργούνταν ή δεν κατέχονταν από κτηνοτρόφους της περιοχής. Μερικές φορές μάλιστα χρησιμοποιούσαν για την άσκηση τους και καλλιεργημένα ιδιωτικά κτήματα αποκατασταθέντων κληρούχων, κατοίκων της Κοινότητας Αραβησσού, στα οποία είχε προηγηθεί η συγκομιδή των καρπών τους. Έτσι είχε η κατάσταση μέχρι το έτος 1971, που ο Διοικητής του 3ου Συντάγματος Πεζικού με το υπ' αριθμ. Σχ. 291 Σ.Τ.Γ. 912α/24-9-1971 έγγραφο προς την Κοινότητα Αραβησσού ζήτησε την δωρεάν παραχώρηση μιας έκτασης 1.050 "στρεμμάτων περίπου, καθώς και μίας άλλης όμορης της πρώτης, εμβαδού 65.870 Μ2, ανήκουσα σε ιδιώτες, αφού προηγουμένως προβεί η Κοινότητα στις δέουσες ενέργειες, ώστε η ιδιωτική έκταση των 65.870 Μ2 να περιέλθει στην κυριότητα της, να αποσταλεί δε η έγγραφη συγκατάθεση της Κοινότητας περί της δωρεάν παραχώρησης της κοινοτικής έκτασης στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης μέχρι τις 7-10-1971. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι, προηγουμένως, το έτος 1960, ο Διοικητής του 2ου Τάγματος ΠΛΟ 106 χιλ/στων, με το υπ' αριθμ. Φ. 934.82/1/954/12-2-1960 έγγραφο του, είχε ζητήσει από το Κοινοτικό Συμβούλιο Αραβησσού την παραχώρηση μιας έκτασης 65.870 Μ2, που βρίσκεται σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από την Κοινότητα Αραβησσού στους πρόποδες του όρους Πάϊκου και ανήκε σε κληρούχους κατοίκους της Κοινότητας, προκειμένου να δημιουργηθεί οργανωμένος και μόνιμος χώρος πεδίου βολής του Τάγματος, στο οποίο έγγραφο όμως ουδεμία αναφορά γίνεται για τυχόν παραχώρηση της επίδικης έκτασης των 388.177 Μ2. Ακολούθως εκδόθηκε η υπ' αριθμ. Ε/4805/8-5-1961 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία διατίθετο από το ως άνω υπ' αριθμ. 1 κληροτεμάχιο έκταση 65.870 Μ2, για την αντικατάσταση των θιγομένων κληροτεμαχίων, σε άλλη θέση του ίδιου μείζονος κληροτεμάχιου, οπότε με βάση την απόφαση αυτή του Υπουργού Γεωργίας αποφασίστηκε με τις υπ' αριθμ. 49/1962 και 36/1972 αποφάσεις της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Γιαννιτσών η ανταλλαγή της έκτασης αυτής με άλλη του υπ' αριθμ. 1 κληροτεμάχιου, η οποία παραχωρήθηκε στους κληρούχους. Η Κοινότητα Αραβησσου, όμως, μέχρι το έτος 1971 δεν προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες, ώστε να περιέλθει στην κυριότητα της η έκταση αυτή και στη συνέχεια να την παραχωρήσει στις ενδιαφερόμενες Στρατιωτικές Αρχές, αφού μετά τις ως άνω σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, περί της ανταλλαγής, δεν επακολούθησε η σύνταξη και στη συνέχεια η μεταγραφή των απαιτούμενων συμβολαιογραφικών εγγράφων. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο Αραβησσου, που ήταν διορισμένο από τον Νομάρχη Πέλλας [και όχι αιρετό], λόγω της επιβληθείσας Στρατιωτικής Δικτατορίας το έτος 1967 (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. 20281/18-8-1967 απόφαση του Νομάρχη Πέλλας σε συνδυασμό με από 4-9-1967 έκθεση ορκωμοσίας του Ειρηνοδίκη Γιαννιτσών)ευθύς ως έλαβε γνώση του παραπάνω υπ' αριθμ. Σχ. 291 Σ.Τ.Γ. 912α/24-9-1971 έγγραφου, με την υπ' αριθμ. 28/21-10-1971 απόφαση του, αποφάσισε να παραχωρήσει δωρεάν, χωρίς την καταβολή ισάξιου χρηματικού ανταλλάγματος, στο Υπουργείο Εθνικής ʼμυνας, από το βοσκήσιμο τμήμα της κοινόχρηστης ως άνω έκτασης 1.050 στρέμματα για την δημιουργία Πεδίου Βολής, δίχως όμως να προσδιορίσει ειδικότερα τα όρια και την θέση του παραχωρούμενου τμήματος του μείζονος κληροτεμαχίου. Η απόφαση αυτή του διορισμένου από το Στρατιωτικό Καθεστώς Κοινοτικού Συμβουλίου, η οποία λήφθηκε κάτω από την πίεση του Διοικητή του 3ου Συντάγματος Πεζικού, ήταν μη νόμιμη και ακυρωτέα : Α) από άποψη σκοπιμότητας, αφού δωρεά δημοτικών ή κοινοτικών κτημάτων επιτρέπεται μόνο α) προς κατασκευή διδακτηρίων δημοσίων σχολείων ή προς εκπλήρωση κοινοφελών σκοπών και β) προς το δημόσιο δι' ίδιαν αυτού χρήση, εν προκειμένω δε η απόφαση αυτή δεν εκπλήρωνε κανένα σπουδαίο κοινοφελή σκοπό, συνδεόμενο με την προαγωγή των τοπικών συμφερόντων ή την εξυπηρέτηση των κατοίκων της περιοχής και ελήφθη επί ζημία της Κοινότητας, αφού της στερούσε άνευ ανταλλάγματος ένα μεγάλο τμήμα από την περιουσία της και Β) από άποψη νομιμότητας, διότι δεν εγκρίθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, όπως απαιτούνταν [άρθρο 194 του τότε ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ΝΔ 2888/1954)], Μόλις η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου περιήλθε στη γνώση των ακτημόνων κατοίκων της περιοχής, οι τελευταίοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα, γιατί προσδοκούσαν τη διανομή και παραχώρηση της σ' αυτούς.
    Για τους λόγους αυτούς η απόφαση αυτή ουδέποτε υποβλήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών προς έγκριση, ούτε επακολούθησε νομότυπη με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή μεταβίβαση της κυριότητας της έκτασης αυτής στο Ταμείο Εθνικής ʼμυνας (ΤΕΘΑ). Τελικά μετά την μεταπολίτευση η εν λόγω απόφαση ανακλήθηκε με την υπ' αριθμ. 9/1981 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου της αρχικής ενάγουσας, που επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 2380/12-3-1981 απόφαση του Νομάρχη Ν. Πέλλας. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι κατά το θέρος του έτους 1974 με το από 23-6-1974 κτηματολογικό διάγραμμα ακινήτου "Πεδίον Βολής Α/πλων Αραβησσού", που συνέταξε η Μοίρα Κτηματογραφήσεως του Αρχηγείου Στρατού προσδιορίσθηκε επακριβώς και τοπογραφικώς επί του εδάφους για πρώτη φορά η συγκεκριμένη έκταση κατά θέση και όρια, σε σχέση με την όλη έκταση του υπ' αριθμ. 1 κληροτεμαχίου, για τη δημιουργία του προβλεπόμενου πεδίου βολής, όπως τα όρια και η θέση της περιγράφονται παραπάνω. Στη συνέχεια, κατά το ίδιο έτος πραγματοποιήθηκε από τους στρατιώτες του 2ου Τάγματος ΠΛΟ, αποψίλωση της υπάρχουσας σ' αυτή θαμνώδους αυτοφυούς βλάστησης, για τη δημιουργία συνεχόμενης, επίπεδης, ομαλής και αναπεπταμένης εκτάσεως, σε σχήμα παραλληλόγραμμο, ικανής να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ασκήσεως των στρατιωτικών μονάδων και να εξασφαλίζει την αναγκαία ορατότητα για την πραγματοποίηση βολών των ασκούμενων οπλιτών προς το ανάχωμα, που δημιουργήθηκε στο βόρειο άκρο της εκτάσεως και επίσης, εκτελέστηκαν, τα απαιτούμενα τεχνικά έργα και οι απαραίτητες μόνιμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, για να λειτουργήσει ως πεδίο βολής, αποβάλλοντας παράνομα και αυθαίρετα τον ενάγοντα από τη νομή του στο ως άνω τμήμα του υπ' αριθμ. 1 κοινόχρηστου κληροτεμαχίου. Ειδικότερα κατασκευάστηκε, με την προσωπική εργασία των στρατιωτών, στο νότιο τμήμα της επίδικης έκτασης, ένα μικρό ισόγειο κτίσμα, εμβαδού 60 τετραγωνικών μέτρων περίπου, από οπλινθοδομή και πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως υπόστεγο για την προστασία από τις καιρικές συνθήκες και ως χώρος για την αποθήκευση και την φύλαξη των χρησιμοποιούμενων υλικών και του οπλισμού των εκπαιδευόμενων ανδρών, σε απόσταση δε 25 με 30 μέτρα από αυτό κατασκευάστηκε ένα μικρό βοηθητικό πρόχειρο κτίσμα προοριζόμενο ως χώρος υγιεινής προσωπικού (τουαλέτα), εμβαδού 5-6 μέτρων. Επίσης, στο νότιο άκρο διανοίχθηκαν πρόχειρα ατομικά ορύγματα (θέσεις βολής) για τους ασκούμενους στη σκοποβολή οπλίτες και στο βόρειο άκρο διαμορφώθηκε καμπύλο ανάχωμα, μήκους 80-100 μέτρων, σε ύψος ανδρός, επί του οποίου τοποθετούνταν κατά τη διάρκεια των ασκήσεων, κινητοί στόχοι, ενώ στο πίσω μέρος του αναχώματος και κατά μήκος αυτού κατασκευάσθηκε ελαφρά σιδερένια γραμμή, μήκους 200 περίπου μέτρων, επί της οποίας εκινείτο βαγονέτο, με τοποθετημένο σ' αυτό ένα κενό βαρέλι, ως κινούμενος στόχος για τις ασκήσεις βολής. Η αξία δε των εγκαταστάσεων αυτών κατά τους υπολογισμούς του πραγματογνώμονα Α. Κ. κατά τον χρόνο που έγιναν, ανερχόταν σε 300.000 δραχμές και κατά τον χρόνο σύνταξης της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης σε ποσό περίπου 1.500.000 δραχμών. ʼλλωστε ο Διοικητής Κ. Κ. του 4ου Επιτελικού Γραφείου του Β' Σώματος Στρατού στο υπ' αριθμ. Φ. 913.4/44/260891 έγγραφο, που απευθύνει προς την Κοινότητα Αραβησσού, με το οποίο ζητεί εκ νέου να παραχωρηθεί δωρεάν έκταση 453.987 μ2 στο (ΤΕΘΑ), στην οποία περιλαμβάνεται και η επίδικη έκταση, όπως εμφαίνεται στο συνημμένο στο έγγραφο αυτό προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, συνομολογεί ότι δεν είχε γίνει προηγουμένως από τον στρατό καμία διακατοχική πράξη στην επίδικη έκταση. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι καθ' όλη τη διάρκεια της κατασκευής των παραπάνω έργων, οι κάτοικοι της Κοινότητας, και περισσότερο οι θιγόμενοι ακτήμονες, αντέδρασαν έντονα, για τον λόγο ότι προηγουμένως μίσθωναν την επίδικη έκταση για να την καλλιεργήσουν, οπότε με την νέα κατάσταση που διαμορφωνότανε πλήττονταν οικονομικά, αφού αποστερούνταν των προσόδων από τη χρήση και κάρπωση των αγροτεμαχίων, που δεν θα μπορούσαν πλέον να μισθώσουν. Προέβησαν μάλιστα σε κινητοποιήσεις και σε επανειλημμένες κατεδαφίσεις των κτισμάτων, τα οποία τελικά κατασκευάστηκαν, αφού προηγουμένως τοποθετήθηκαν ένοπλοι φρουροί, υπό την φύλαξη των οποίων αποπερατώθηκε η κατασκευή. Η Κοινότητα Αραβησσού, επειδή ήθελε να διαφυλάξει την περιουσία της και μετά την παραπάνω όχληση από μέρους του ως άνω 4ου Επιτελικού Γραφείου τον Δεκέμβριο του 1975, δεν προέβη στην αιτούμενη δωρεάν παραχώρηση της επίδικης έκτασης στο εναγόμενο, αλλ' αντ' αυτού επεδίωξε την απόδοση του επίδικου σ' αυτήν ή την απαλλοτρίωση του καταληφθέντος τμήματος του κληροτεμάχιου της, ώστε να αποζημιωθεί και να αντικαταστήσει τούτο με άλλο ίσης αξίας ή να το παραχωρήσει στο εναγόμενο αλλά με οικονομικό αντάλλαγμα την εξασφάλιση της δαπάνης ανοικοδομήσεως από τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων ενός κτιριακού συγκροτήματος για τη λειτουργία Γυμνασίου και Λυκείου στην Κοινότητα. Αποδείχθηκε εξάλλου ότι ή επίδικη έκταση δεν οριοθετείται με οποιαδήποτε οροσήμανση επί του εδάφους, ούτε είναι περιφραγμένη, τα υπάρχοντα κτίσματα είναι παλαιά, εγκαταλελειμμένα από ετών και ερειπωμένα, η δε σιδηροτροχιά δεν χρησιμοποιείται πλέον, αφού έχει αποξηλωθεί και αχρηστευτεί. Ουδέποτε δε έγινε οποιαδήποτε τεχνητή διαμόρφωση του εδάφους, με την εκτέλεση δια μηχανημάτων χωματουργικών έργων, ενώ ουδεμία ηλεκτρολογική ή υδραυλική εγκατάσταση υπάρχει σε ολόκληρη την έκταση, η οποία εξακολουθεί μεν να χρησιμοποιείται σήμερα, μερικές φορές ετησίως, για τις ανάγκες εκπαιδεύσεως ολιγάριθμων πεζοπόρων στρατιωτικών τμημάτων διαφόρων Μονάδων του Β' Σώματος Στρατού. Το εναγόμενο αναγνωρίζει μεν ρητά το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος επί της εν λόγω διεκδικούμενης εκτάσεως, αρνείται όμως να την αποδώσει σ' αυτόν. Μάλιστα πρόσφατα με το με επίκληση προσαγόμενο υπ' αριθμ. Φ. 914/10/4475/Σ 975/13-3-2006 έγγραφο του Ταξίαρχου Διοικητή της 34 Μ/Κ Ταξιαρχίας, που απευθύνει προς τον ενάγοντα, το οποίο παραδεκτά, κατ' άρθρο 529 παρ. 2 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη, εφόσον συνετάγη στις 13-3 2006, ήτοι μετά την έκδοση της εκ- καλούμενης απόφασης, ζητεί εκ νέου να παραχωρηθεί δωρεάν έκταση 300.000 μ2 στο Ταμείο Εθνικής ʼμυνας (ΤΕΘΑ), με το οποίο μάλιστα ζητεί, πλέον τούτου, με μέριμνα του Δήμου να κατασκευαστεί "... ένα μικρό κτίριο υγιεινής (2 νιπτήρες και 3 τουαλέτες με την απαραίτητη υδροδότηση και αποχέτευση) σε αντικατάσταση των δύο παλαιών κτιρίων, τα οποία θα παραμείνουν εκτός της παραχωρούμενης έκτασης των 300.000 μ2 περίπου ...".
    Τέλος αποδείχθηκε ότι στο νότιο τμήμα της επίδικης έκτασης και γύρω από την περιοχή του κτιρίου, αλλά και αριστερά και δεξιά πέρα του δυτικού και ανατολικού ορίου της, υπάρχουν καλλιέργειες κυρίως οπωροφόρων δένδρων με αχλαδιές, ροδακινιές, κερασιές κλπ. αλλά και με φυτείες καπνών, τις οποίες καλλιέργειες προτιμούν οι κάτοικοι γιατί ευνοούνται από το εύφορο έδαφος και τις κλιματολογικές συνθήκες και υπάρχει δυνατότητα άρδευσης τους από κοινοτικά αρτεσιανά, που έχουν γίνει σε διάφορα σημεία του κλήροτεμαχίου [στο υπέδαφος της περιοχής, σύμφωνα με την τεχνική έκθεση του Β. Π., υπάρχει μεγάλη υδροφόρος λεκάνη, που επικοινωνεί με έναν τεράστιο υδροφόρο ορίζοντα, που καταλήγει στις "Πηγές Αραβησσού"]. Στην ίδια περιοχή έχουν εγκατασταθεί και πολλές κτηνοτροφικές μονάδες, σε τμήματα που παραχωρήθηκαν γι' αυτό το σκοπό από τον ενάγοντα από το μείζον κληροτεμάχιο. Ως εκ τούτου η επίδικη έκταση έχει δυνατότητα αξιοποίησης με διάφορες μορφές γεωργικής και κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Η δε αντικειμενική αξία των αγροτεμαχίων στην περιοχή, που βρίσκεται το επίδικο, ανέρχεται σε 1,4 ευρώ ανά μ2, ενώ η εμπορική αξία σε 1,5 έως 2,4 ευρώ ανά μ2. Έτσι κατά τους χαμηλότερους υπολογισμούς η αξία του επίδικου ανέρχεται κατά τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής σε 543.363,80 ευρώ (388.117 μ2 Χ 1,40 ευρώ). Το εναγόμενο είχε προτείνει στον πρώτο βαθμό την ένσταση ότι η άσκηση από τον ενάγοντα του δικαιώματος για τη διεκδίκηση του επιδίκου είναι καταχρηστική, διότι η αρχική ενάγουσα Κοινότητα Αραβησσού, από το έτος 1960 συνήνεσε προφορικώς στην παραχώρηση της επίδικης έκτασης και το έτος 1971 με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου τη δώρισε στη στρατιωτική Υπηρεσία (ΤΕΘΑ). Ότι από το έτος 1960 η στρατιωτική υπηρεσία αξιοποίησε την παραπάνω έκταση με διάφορα τεχνικά έργα και τις κατάλληλες εγκαταστάσεις, μετατρέποντας αυτήν σε πεδίο βολής, χωρίς καμία διαμαρτυρία της Κοινότητας. Ότι η συμπεριφορά της τελευταίας δημιούργησε στο εναγόμενο την πεποίθηση ότι η Κοινότητα δεν θα ασκήσει ποτέ το δικαίωμα της, η άσκηση δε α υ τού εκ μέρους της έχει επαχθείς συνέπειες για το ίδιο, ενώ αντίθετα, η ωφέλεια του ενάγοντος Δήμου είναι ελάχιστη, δεδομένου ότι πρόκειται για κοινόχρηστη βοσκήσιμη έκταση. Ότι ενόψει των παραπάνω περιστατικών η άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η ένσταση του όμως αυτή, αν και νόμιμη, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αρχή αυτής της σκέψης, είναι με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, ουσιαστικά αβάσιμη και έπρεπε να απορριφθεί για τους εξής λόγους: Όπως προαναφέρθηκε, η κατάληψη του επιδίκου έγινε από το εναγόμενο το έτος 1974 παράνομα και χωρίς τη θέληση του ενάγοντος, εν γνώσει μάλιστα τελώντας το εναγόμενο ότι κανένα δικαίωμα κυριότητας δεν είχε επί της επίδικης εκτάσεως, αφού δεν προηγήθηκε μεταβίβαση της κυριότητας αυτής (επίδικης έκτασης) στο τελευταίο, παρά τις επίμονες πιέσεις που δεχόταν προς τούτο το Κοινοτικό Συμβούλιο της αρχικής ενάγουσας. Πρόκειται, συνεπώς, για σφετερισμό ξένου ακινήτου από μέρους του εναγομένου, που έλάβε χώρα κάτω από τις προαναφερόμενες συνθήκες. Καμία δε συμπεριφορά δεν εκπορεύτηκε από την αρχική ενάγουσα και στη συνέχεια από τον ενάγοντα - (οιονεί) καθολικό διάδοχο αυτής, εν τω μεταξύ, που να είναι ικανή να δημιουργήσει στο εναγόμενο την εύλογη πεποίθηση ότι απεμπολεί και εγκαταλείπει τα από την κυριότητα δικαιώματα του. Αντίθετα αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων ουδέποτε αδιαφόρησε για την άσκηση των δικαιωμάτων του και ουδέποτε συναίνεσε στην κατάληψη και κατοχή της επίδικης έκτασης από τις Στρατιωτικές Μονάδες και επί σειρά ετών διαμαρτυρόταν για τη συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή, χωρίς μάλιστα να καρπούται το ανάλογο οικονομικό αντάλλαγμα, τόσο μεγάλης εδαφικής έκτασης, σημαντικότατης οικονομικής αξίας, για τα δεδομένα της Κοινότητας, η οποία στερείτο των προσόδων από την εκμετάλλευση του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου της. Δεν συντρέχουν λοιπόν εν προκειμένω ειδικές περιστάσεις που να έχουν αιτιώδη σχέση με τη συμπεριφορά του ενάγοντα, δικαιούχου του δικαιώματος, που ασκείται, ώστε να μη δικαιολογείται η μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Και ναι μεν το εναγόμενο θα υποστεί κάποιες δυσμενείς περιουσιακές συνέπειες από την ένδικη διεκδίκηση, πλην όμως αυτές είναι απότοκες αποκλειστικά και μόνο των δικών του επιλογών και ενεργειών. Ενεργώντας την κατάληψη το εναγόμενο, γνώριζε ότι δεν είχε "τίτλο" κυριότητας και αποδέχθηκε τον κίνδυνο μίας πιθανής διεκδίκησης, προσδοκώντας ωστόσο ότι ο ενάγων δεν θα αντιδράσει έγκαιρα ή και καθόλου".
    Ακολούθως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές, το Εφετείο δέχθηκε ως και κατ' ουσίαν βάσιμη την έφεση του αναιρεσιβλήτου- ενάγοντα Δήμου, κατά της απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε δεχθεί ως και κατ' ουσίαν βάσιμη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) που προβλήθηκε από το αναιρεσείον-εναγόμενο Δημόσιο και απέρριψε κατ' ουσίαν την ένδικη διεκδικητική αγωγή, και στη συνέχεια, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την ως άνω ένσταση (άρθρου 281 ΑΚ) και έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν τη διεκδικητική αγωγή του Δήμου, αναγνωρίζοντας τον τελευταίο κύριο του επιδίκου ακινήτου και υποχρεώνοντας το αναιρεσείον να το αποδώσει σ' αυτόν. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα, ότι η αρχική ενάγουσα Κοινότητα Αραβησσού Γιαννιτσών, στη θέση της οποίας υπεισήλθε ο αναιρεσίβλητος Δήμος, με την εν γένει συμπεριφορά της δεν δημιούργησε στο αναιρεσείον την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα της διεκδίκησης του επιδίκου ακινήτου. Και ναι μεν το Εφετείο δέχτηκε, ότι η αυθαίρετη κατάληψη του επιδίκου ακινήτου έγινε από το Δημόσιο το έτος 1974, πλην όμως η παραδοχή αυτή δεν αντιφάσκει με το ότι δέχτηκε, ότι το έτος 1971 το Κοινοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να παραχωρήσει στο Υπουργείο Εθνικής ʼμυνας 1050 στρέμματα για τη δημιουργία πεδίου βολής, ενόψει του ότι, όπως, επίσης, δέχτηκε η ως άνω απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου δεν ήταν νόμιμη για τους ειδικότερους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή, αλλά δεν αντιφάσκει, επίσης, και με το ότι δέχτηκε ότι από το έτος 1961 στο επίδικο ακίνητο ο στρατός εκτελούσε βολές, ούτε τέλος επίσης και με την αναφορά ως χρόνου κατάληψης του επιδίκου του έτους 1972, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τις περαιτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δέχθηκε ότι η αυθαίρετη πραγματική κατάληψη του εν λόγω ακινήτου έλαβε χώραν το έτος 1974, ενώ από το έτος 1961 μονάδες του Β' σώματος στρατού μετέβαιναν εκτάκτως και εκτελούσαν εκπαιδευτικές βολές στην ευρύτερη περιοχή. Το αναφερόμενο επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι αυθαίρετη κατάληψη του επιδίκου έγινε το έτος 1972 δεν αφορά παραδοχή της, αλλά αγωγικό ισχυρισμό. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης είναι, στο σύνολο του, αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-12-2007 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 1863/2007 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
    Καταδικάζει το αναιρεσείον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2012.
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Απριλίου 2012.
    Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ