23.4.14

ΑΠ 484/2013: ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΙΔΙΟΓΡΑΦΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ


Καταστροφή ιδιόγραφης διαθήκης - Δημοσίευση - Απώλεια ιδιόγραφης διαθήκης - Αναγνωριστική αγωγή - Ανάκληση ιδιόγραφης διαθήκης -. Σε περίπτωση απώλειας της ιδιόγραφης διαθήκης επιτρέπεται και η με μάρτυρες απόδειξη της ύπαρξής της, νόμιμα συνταγμένης καθώς και του περιεχομένου της (ΟλΑΠ 1234/82, ΑΠ 2310/09). Η τυχαία ή από παράνομη πράξη τρίτου προερχόμενη καταστροφή ή απώλεια του εγγράφου της διαθήκης με κανέναν τρόπο δεν επιδρά στο κύρος της. Όποιος όμως επιθυμεί να στηρίξει κληρονομικά δικαιώματα επί της διαθήκης αυτής, οφείλει να αποδείξει ότι: α) η διαθήκη που καταστράφηκε ή απωλέσθηκε συνετάχθη νομοτύπως, β) η καταστροφή ή απώλεια του εγγράφου αυτού δεν μπορούσε να έχει την έννοια της ανάκλησης και γ) η διαθήκη αυτή είχε ορισμένο περιεχόμενο, βάσει του οποίου διεκδικούνται τα κληρονομικά δικαιώματα. Αν το έγγραφο της διαθήκης έχει χαθεί και είναι ακατόρθωτη η εμφάνιση της διαθήκης δεν μπορεί να γίνει λόγος για δημοσίευσή της. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή και να ζητήσει δικαστική βεβαίωση ότι υπάρχει διαθήκη που καταρτίστηκε νομότυπα, χάθηκε και έχει ορισμένο περιεχόμενο. Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ, εφόσον επετράπη η δια μαρτύρων απόδειξη, δικαστικά τεκμήρια μπορεί να συναχθούν οθενδήποτε και μάλιστα από ανεπικύρωτο φωτοαντίγραφο ιδιόγραφης διαθήκης, ληφθέν προ της δημοσιεύσεώς της, η πιστότητα του οποίου δεν αμφισβητείται εν σχέσει προς το πρωτότυπο.


Αριθμός 484/2013 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
    Των αναιρεσειόντων: 1)Σ. Π. του Κ., κατοίκου ..., και 2)Π. Π. του Π., κατοίκου ..., ως μοναδικού κληρονόμου του Π. Π. του Κ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αριστείδη - Βλάσιο Διαμαντόπουλο.
    Της αναιρεσίβλητης: Χ. Μ. συζ. Κ., το γένος Κ. Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ζήση Σαμαρά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/7/1996 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2330/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 882/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 6/8/2010 αίτησή τους.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 2/11/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
    Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 435 ΚΠολΔικ που ορίζει ότι αν ένα έγγραφο χαθεί ή γίνει δυσανάγνωστο ή άχρηστο, εκείνος που διεξάγει την απόδειξη μπορεί να αποδείξει ή ότι το έγγραφο υπάρχει νόμιμα συνταγμένο ή το περιεχόμενο του ή και τα δύο, με κάθε αποδεικτικό μέσο και αν ακόμη πρόκειται για σχέση που για να συσταθεί επιβάλλεται από το νόμο ή από τα μέρη να συνταχθεί έγγραφο, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1721 και 1718 ΑΚ που ορίζουν αντίστοιχα τον τρόπο σύνταξης της ιδιόγραφης διαθήκης και ως συνέπεια την ακυρότητα αυτής, αν δεν συνταχθεί αυτή με νόμιμο τρόπο, σαφώς συνάγεται, μεταξύ άλλων, και ότι σε περίπτωση απώλειας της ιδιόγραφης διαθήκης επιτρέπεται και η με μάρτυρες απόδειξη της ύπαρξης αυτής νόμιμα συνταγμένης καθώς και του περιεχομένου της (Ολ. ΑΠ 1234/1982). Εξάλλου, η τυχαία ή από παράνομη πράξη τρίτου προερχομένη καταστροφή ή απώλεια του εγγράφου της διαθήκης κατ' ουδένα τρόπο επιδρά στο κύρος αυτής. Αυτός όμως που επιθυμεί να στηρίξει κληρονομικά δικαιώματα επί της διαθήκης αυτής οφείλει να αποδείξει ότι: α)η διαθήκη που καταστράφηκε ή απωλέσθηκε συντάχθηκε νομότυπα, β)η καταστροφή ή απώλεια του εγγράφου αυτού δεν μπορούσε να έχει την έννοια της ανάκλησης και γ)η διαθήκη αυτή είχε ορισμένο περιεχόμενο με βάση το οποίο διεκδικούνται τα κληρονομικά δικαιώματα. Ακόμη από τη διάταξη του άρθρου 1744 ΑΚ προκύπτει ότι για να γίνει δημοσίευση ιδιόγραφης διαθήκης η οποία για να είναι έγκυρη κατ' άρθρο 1721 και 1718 ΑΚ πρέπει να έχει γραφεί ολόκληρη από το χέρι του διαθέτη είναι δε αναγκαίο, να προσκομίζεται το πρωτότυπο της διαθήκης. Αν αυτό έχει χαθεί και έτσι είναι ακατόρθωτη η εμφάνιση της διαθήκης δεν μπορεί να γίνει λόγος για δημοσίευσή της. Ο ενδιαφερόμενος δε, μπορεί κατά τα άρθρα 70 και 71 ΚΠολΔικ να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή και να ζητήσει δικαστική βεβαίωση ότι υπάρχει διαθήκη που καταρτίστηκε νομότυπα, χάθηκε και έχει ορισμένο περιεχόμενο. Τέλος, κατ' άρθρο 1765 παρ.1, 2 ΑΚ ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να ανακληθεί και αν ο διαθέτης με πρόθεση ανάκλησης καταστρέψει το έγγραφο της, εάν δε, κατέστρεψε το έγγραφο της διαθήκης τεκμαίρεται, ότι είχε σκοπό να ανακαλέσει την διαθήκη. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήματα" των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί απ' την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που δεν συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο Δ. Π. του Κ. και της Ό., δικηγόρος, κάτοικος όσο ζούσε …, απεβίωσε στις 25-12-1995 σε ηλικία 64 ετών, στη …, εντός της κλινικής …, όπου νοσηλευόταν από δεκαπενθημέρου λόγω καρκίνου στο παχύ έντερο και στο ήπαρ. Κατά το χρόνο του θανάτου οι εν ζωή πλησιέστεροι συγγενείς του ήταν: α)η σύζυγος του Φ. Κ., με την οποία βρισκόταν σε διάσταση ήδη από το Μάϊο του 1992 και μάλιστα είχε καταθέσει εναντίον της την με αριθμ. καταθ. …/11-12-1995 αγωγή διαζυγίου λόγω ισχυρού κλονισμού, β)η μητέρα του …, ηλικίας 85 ετών και γ)τα τρία αδέλφια του, Σ., Π. (εκκαλούντες) και Χ. (εφεσίβλητη). Ο Δ. Π., διατηρούσε άριστες σχέσεις με την αδελφή του, της είχε δε ιδιαίτερη αδυναμία, ενώ με τους αδελφούς του, οι σχέσεις τους γνώρισαν αρκετές διακυμάνσεις, ήτοι στο παρελθόν είχε συγκρουσθεί συχνά μαζί τους, υπήρξε δε και περιστατικό χειροδικίας με τον αδελφό του Π.. Το διάστημα, όμως, μετά την εμφάνιση της ασθένειας του, περί το Μάϊο του 1995, αυτές εξομαλύνθηκαν, ιδιαίτερα ο αδελφός του Σ., λόγω και της επαγγελματικής του ιδιότητας ως ιατρός, του συμπαραστάθηκε αμέριστα καθόλη τη διάρκεια της επτάμηνης ασθένειας του μέχρι το θάνατο του. Στις 5-6-1995 ο Δ. Π., ενόψει της εισαγωγής του την επομένη ημέρα στην κλινική … για να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στο παχύ έντερο, υπό το κράτος φόβου και ανασφάλειας για την υγεία του, συνέταξε στο δικηγορικό του γραφείο σε μία σελίδα λευκού χαρτιού με διαγράμμιση, μεγέθους Α4, την ιδιόγραφη διαθήκη του με το ακόλουθο περιεχόμενο: "Η Διαθήκη μου, - Εν … σήμερα στις 5 Ιουνίου 1995 υπογράφων Δ. Π. του Κ. Δικηγόρος κάτοικος …, δηλώνω και επιθυμώ όπως μετά τον θάνατον μου, όλη η ακίνητη και κινητή περιουσία μου περιέλθει αποκλειστικά και μόνο στην αδελφή μου Χ. συζ. Κων. Μ. το γένος Κ. Π.. Τα άλλα αδέλφια μου Σ. και Π. Π. τα αγαπώ βεβαίως αλλά με πίκραναν βαθειά και δεν επιθυμώ να λάβουν απολύτως τίποτε από την κινητή και ακίνητη περιουσία μου, δηλαδή με άλλα λόγια δεν θα πάρουν τίποτε απολύτως από την κινητή και ακίνητη περιουσία μου. Ώρα 13.00 Δευτέρα 5 Ιουνίου 1995. Ο Διαθέτης (Ακολουθεί η υπογραφή και η επαγγελματική του σφραγίδα)". Το γεγονός της σύνταξης της ως άνω διαθήκης ουδέποτε, αμφισβητήθηκε από τα αδέλφια του Σ. και Π. Π., οι οποίοι με τις από 6-12-1996 κατατεθείσες προτάσεις τους, ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δέχονται ότι συντάχθηκε κάποια "πρόχειρη ιδιόχειρη διαθήκη" τον Ιούνιο του 1995, πριν την επέμβαση, η οποία όμως καταστράφηκε μετέπειτα λόγω της βελτίωσης της υγείας του "όπως ο ίδιος το ομολόγησε σε διάφορους κοινούς μας φίλους και πελάτη του στο δικηγορικό του γραφείο". Και στις προανακριτικές τους απολογίες, την 10-9-1996, οι ανωτέρω δεν αμφισβήτησαν τη σύνταξη αυτής, αλλά μόνο τη φύλαξη αυτής από την εφεσίβλητη αδελφή του και ισχυρίσθηκαν ότι ο διαθέτης την κατέστρεψε ο ίδιος. Το γεγονός της σύνταξης της εν λόγω διαθήκης, αλλά και του περιεχομένου της, ότι δηλ. εγκαθιστούσε μοναδική του κληρονόμο την αδελφή του Χ., ανέφερε επανειλημμένα και ρητά η Μ. Σ., φίλη και συνεργάτης δικηγόρος από το 1985 του θανόντος, τόσο στην από 25-9-1996 κατάθεση της ενώπιον του Η' Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης, όσο και στο ακροατήριο του Μονομελούς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, η οποία, επίσης, κατέθεσε ότι παλαιότερα ο θανών της έλεγε επανειλημμένα ότι θα τιμήσει με τη διαθήκη του μόνο την αδελφή του Χ., λόγω της αδυναμίας που της είχε. Περί της σύνταξης διαθήκης κατέθεσαν επίσης, ενώπιον του Η' Πταισματοδίκη η Α. Χ. Κ. και ο Ε. Β., φίλοι του θανόντος, πλην όμως συμπλήρωσαν ότι ο διαθέτης τους είπε ότι την κατέστρεψε. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το χαρτί, που περιείχε την ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη, ο Δ. Π. το δίπλωσε στα τέσσερα και το τοποθέτησε κάτω από ένα χάρτινο κουτί στο δεξιό συρτάρι του γραφείου του, το οποίο και κλείδωσε. Στις 25-6-1995, ο Δ. Π. μετά την έξοδο του από την κλινική …, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, και την επιστροφή του στην οικία του στην …, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της αδελφής του Χ.ς στην οικία του, αυτός έδωσε κάποια κλειδιά και της είπε να πάει στο γραφείο του να πάρει ένα φύλλο διπλωμένο-γραμμάτια εκείνη, κάτω από ένα χάρτινο κουτί και να το φυλάξει. Χωρίς να της συγκεκριμενοποιήσει ότι πρόκειται για τη διαθήκη του. Πράγματι η αδελφή του Χ.-εφεσίβλητη μετέβη το απόγευμα της ίδιας ημέρας στο γραφείο και πήρε το διπλωμένο φύλλο χαρτιού και το πήγε στην οικία της. Η εφεσίβλητη δεν αποκάλυψε σε κανέναν το περιεχόμενο αυτού του εγγράφου - ιδιόγραφης διαθήκης, γιατί θα προκαλούσε ιδιαίτερες έριδες και προστριβές μεταξύ των αδελφών, όσο ακόμη ζούσε ο Δ. Π., ο οποίος μέχρι την ημέρα του θανάτου του (25-12-1995) ουδέποτε ζήτησε από την αδελφή του να του επιστρέφει το ως άνω φύλλο "διπλωμένο - γράμμα" που ήταν η ιδιόγραφη διαθήκη του, ούτε συνέταξε άλλη διαθήκη με την οποία να ρυθμίζει διαφορετικά την τύχη της περιουσίας του, εκτός από την με αριθμό …/19-12-1995 δημόσια διαθήκη του ενώπιον της συμβολαιογράφου Αικατερίνης Καλλιγκάτση, με την οποία αποκληρώνει την σύζυγο του Φ., το γένος Β. Κ., για τους λόγους που αναγράφονται ο' αυτήν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη στις 27-12-1995, δύο ημέρες μετά το θάνατο του αδελφού της, αποφάσισε να γνωστοποιήσει την ύπαρξη της ιδιόγραφης διαθήκης σε τρίτους, αρχής γενόμενης με το σύζυγο της Κωνσταντίνο Μ., στον οποίο και αφηγήθηκε όλα τα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε στην κατοχή της. Επίσης η ίδια έδωσε την ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη στο σύζυγο της για να βγάλει φωτοτυπίες αυτής, όπως και έγινε. Ακολούθως ενημέρωσε τηλεφωνικά περί της ύπαρξης της και του περιεχομένου της την δικηγόρο Μ. Σ.. Στις 29-12-1995 στο γραφείο του θανόντος συναντήθηκαν και τα τρία αδέλφια με παρούσα τη δικηγόρο Μ. Σ., στην οποία προηγουμένως είχε δώσει η εφεσίβλητη έναν κλειστό φάκελο, εντός του οποίου υπήρχε το πρωτότυπο της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης. Κατά την συνάντηση τους η Μ. Σ. ενημέρωσε τα αδέλφια της εφεσίβλητης, Σ. και Π. Π., ότι εντός του φακέλου, πρέπει να είναι η διαθήκη του αδελφού τους και μπορούν να το ανοίξουν να δούνε τι περιέχει. Για άγνωστο λόγο δεν θέλησαν να ανοίξουν εκείνη την ημέρα τη διαθήκη, αλλά προτίμησαν να γίνει τούτο με τη δημοσίευση της διαθήκης από το δικαστήριο, οπότε σφράγισαν τον φάκελο με την επαγγελματική σφραγίδα του θανόντος, έθεσαν επ' αυτού τη μονογραφή τους και τοποθέτησαν αυτόν σε συρτάρι του γραφείου του θανόντος, κλείδωσαν τούτο και έδωσαν το κλειδί στην Μ. Σ., παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της. Μετά 2-3 ημέρες, επειδή επίκειτο επίσκεψη της συζύγου του θανόντος, Φ. Κ. για να καταγράφει τα κινητά περιουσιακά του στοιχεία, η Μ. Σ. ενημέρωσε τηλεφωνικά τα αδέλφια του για να έρθουν να πάρουν τον φάκελο, μη τυχόν και τον βρει η σύζυγος του. Πράγματι ήρθαν τα τρία αδέλφια και τον φάκελο τον πήρε ο πρώτος εκκαλών Σ. Π.ς για να τον φυλάξει στο ιατρείο του επί της οδού … στη …. Στη συνέχεια πήγαν στο ιατρείο ο πρώτος εκκαλών και εφεσίβλητη, τοποθέτησαν τον φάκελο σε ένα κουτί που κλείδωνε, το κλείδωσαν και το κλειδί αυτού το έδωσε ο πρώτος εκκαλών, στην εφεσίβλητη αδελφή του. Ακολούθως συμφώνησαν να συναντηθούν τα τρία αδέλφια μαζί με την Μ. Σ. στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης την 12-1-1996 - πρώτη εργάσιμη Παρασκευή μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, οπότε υπήρχε δικάσιμος δημοσίευσης διαθηκών ώστε να δημοσιευθούν οι δύο ως άνω διαθήκες του θανόντος και μάλιστα πρώτα η δημόσια και μετά η ιδιόγραφη. Επειδή άργησε να έρθει στο πρωτοδικείο ο υπάλληλος της Συμβολαιογράφου Αικατερίνης Καλλιγκάτση, ενώπιον της οποίας συντάχθηκε η δημόσια διαθήκη του θανόντος, αποφάσισαν να μην δημοσιεύσουν ούτε την ιδιόγραφη διαθήκη και συμφώνησαν οι δύο διαθήκες να δημοσιευθούν στην επόμενη δικάσιμο της 19-1-1996 και γι' αυτό το λόγο επέστρεφαν το φάκελο με την ιδιόγραφη διαθήκη στο ιατρείο του πρώτου εκκαλούντος, τον τοποθέτησαν στο ίδιο κουτί, το οποίο κλείδωσαν ξανά και το κλειδί το πήρε και πάλι η εφεσίβλητη. Στις 17-1-1996 ο πρώτος εκκαλών συναντήθηκε με την εφεσίβλητη στην οικία της, η οποία, ενώ αρχικά είχε αρνηθεί ότι γνώριζε το περιεχόμενο της διαθήκης, στη συνέχεια αναγκάστηκε να ομολογήσει την αλήθεια, ότι δηλαδή σε αυτήν την είχε παραδώσει ο θανών, και ότι περιείχε κάποιες δυσμενείς φράσεις για τους αδελφούς της. Η συζήτηση συνεχίστηκε σε έντονο ύφος και ο πρώτος εκκαλών έφυγε, απειλώντας την εφεσίβλητη ότι στις 19-1-1996 δεν θα κατατεθεί ο φάκελος για να δημοσιευθεί. Στις 18-1-1996 συναντήθηκαν εκ νέου τα τρία αδέλφια στο ιατρείο του πρώτου εκκαλούντος. Στη συνάντηση αυτή ο πρώτος εκκαλών έσκισε το φάκελο και διάβασε την ιδιόγραφη διαθήκη παρουσία όλων των αδελφών. Είπε δε στην εφεσίβλητη ότι δεν ήταν ηθικό να λάβει αυτή όλη την περιουσία του θανόντος. Στην συνέχεια έδωσε το πρωτότυπο της διαθήκης στον αδελφό του Π., ως προς τον οποίο, μετά το θάνατο του, τη δίκη συνεχίζει νόμιμα ο γιος του - δεύτερος εκκαλών, για να πάει να βγάλει φωτοτυπίες αυτής, μια για τον καθένα. Όταν επέστρεφε ο αδελφός τους Π. με τα φωτοαντίγραφα, η εφεσίβλητη ζήτησε να λάβει, το πρωτότυπο, ο πρώτος εκκαλών, όμως, αρνήθηκε και της είπε ότι αν επιμείνει θα τη σκίσει. Εν τούτοις, κατόπιν των παρακλήσεων της εφεσίβλητης, της επιδείχθηκε το πρωτότυπο, οπότε διαπίστωσε ότι ουδεμία αλλοίωση έχει επέλθει. Ακολούθως συμφώνησαν να τοποθετηθεί εκ νέου το πρωτότυπο μαζί με τις φωτοτυπίες στο κουτί, το κλείδωσαν και το κλειδί το έδωσαν στην εφεσίβλητη. Την επομένη ημέρα 19-1-1996 ο πρώτος εκκαλών και ο αδελφός του Π., δεν πήγαν στο δικαστήριο, όπως είχαν συμφωνήσει, με συνέπεια να μην δημοσιευθεί η προαναφερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη, παρά μόνο η δημόσια διαθήκη με τα υπ' αριθμ. 85/19-1-1996 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Το επόμενο διάστημα τα τρία αδέλφια συναντήθηκαν δύο-τρείς φορές και οι δύο από αυτούς πρότειναν στην εφεσίβλητη να μοιράσουν την κληρονομιαία περιουσία του θανόντος αδελφού τους σαν να μην υπήρχε η ιδιόγραφη διαθήκη και όταν εκείνη αρνήθηκε, αμφισβήτησαν την ύπαρξη της ιδιόγραφης διαθήκης. Η εφεσίβλητη, βλέποντας ότι από την πλευρά των αδελφών της, δεν υπήρχε διάθεση να προσέλθουν στο δικαστήριο για να δημοσιεύσουν την ιδιόγραφη διαθήκη, αναγκάστηκε να τους κοινοποιήσει εξώδικη δήλωση - πρόσκληση την 29-4-1996, με την οποία τους κάλεσε να προσέλθουν στο δικαστήριο μέχρι 3-5-1996 για να δημοσιεύσουν την ιδιόγραφη διαθήκη. Αυτοί απάντησαν με την από 3-5-1996 εξώδικη δήλωση τους, στην οποία αρνήθηκαν την ύπαρξη οιασδήποτε ιδιογράφου διαθήκης και ισχυρίσθηκαν ότι εντός του φακέλου υπήρχαν κάποια έγγραφα του θανόντος συντεταγμένα σε ξένη γλώσσα (σύμβαση δανείου, κατάθεση σε συνάλλαγμα, εξουσιοδοτήσεις), τα οποία πρέπει να σημειωθεί, αν και κράτησε κατά τους ισχυρισμούς του ο πρώτος εκκαλών στην κατοχή του, ουδέποτε τα εμφάνισε ενώπιον του δικαστηρίου, τουλάχιστον προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του. Κατόπιν όλων των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η από 5-6-1995 ιδιόγραφη διαθήκη του Δ. Π. υπήρχε και μετά το θάνατο του και δεν την είχε καταστρέψει ο ίδιος, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, ούτε την ανακάλεσε μέχρι την ημέρα του θανάτου του με άλλη μεταγενέστερη, η δε μη δημοσίευση της οφείλεται στο ότι ο πρώτος εκκαλών και ο αδελφός του Π., μαθαίνοντας το περιεχόμενο της την 18-1-1996, το οποίο δεν τους συνέφερε, αποφάσισαν να την εξαφανίσουν. Για το λόγο αυτό μάλιστα ο πρώτος εκκαλών (ο αδελφός του Π., είχε στο μεταξύ αποβιώσει) καταδικάστηκε σε φυλάκιση 12 μηνών από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης για υπεξαγωγή εγγράφου με την 29959/2001 απόφασή του. Το γεγονός ότι αυτός αθωώθηκε με την 13377/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου δικάζοντος κατ' έφεση, με το σκεπτικό ότι τη διαθήκη η εφεσίβλητη την επέστρεφε στον θανόντα το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1995, ο οποίος και την κατέστρεψε, ενώ στον φάκελο -που τα αδέλφια μόνο μονοέγραφαν και σφράγισαν μετά το θάνατο του εντός του γραφείου του και φύλαξαν η εφεσίβλητη τοποθέτησε φωτοαντίγραφο της διαθήκης, που είχε τυπώσει δολίως πριν τη δώσει στον διαθέτη, γεννά διάφορες απορίες, διότι τέτοιοι ισχυρισμοί από κανέναν δεν προτάθηκαν, πολύ δε περισσότερο δεν αποδείχθηκαν. Για το λόγο αυτό και διενεργήθηκε ποινική προκαταρκτική εξέταση, κατόπιν καταγγελίας της εφεσίβλητης, σε βάρος της συντάξασας το σκεπτικό Προέδρου του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, η οποία αναφορικά ναι μεν αρχειοθετήθηκε ελλείψει δόλου με την υπ' αριθμόν 4/2005 πράξη του Εισαγγελέα Εφετών, ωστόσο έδωσε την αφορμή να αξιολογηθούν παρεμπιπτόντως τα ουσιαστικά ζητήματα της υπόθεσης για άλλη μία φορά, ούτε, εξάλλου, η ως άνω 13377/2003 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δεσμεύει το πολιτικό Δικαστήριο". Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχτηκε την ένδικη αναγνωριστική αγωγή της αναιρεσίβλητης με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί η ύπαρξη της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης του Δ. Π. με το προαναφερθέν περιεχόμενο. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμης βάσης, αφού περιέλαβε πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ύπαρξης της επίμαχης διαθήκης και του περιεχομένου και της εξαφάνισή της από τους εναγομένους αναιρεσείοντες και επομένως οι περί του εναντίον περιεχόμενες στον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτιάσεις από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμες, αλλά κυρίως απαράδεκτες, γιατί με αυτές πλήττεται η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561§1 ΚΠολΔ).
    Επειδή, ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη, που δεσμευτικά γι' αυτό, καθορίζει ο νόμος και δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ) αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα που έχουν κατά νόμο την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα άλλα αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δέχτηκε την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Ε. Β. και την εκτίμησε ως τεκμήριο, επειδή ήταν ημιτελείς, πλην όμως έπρεπε να δεχτεί την κατάθεση αυτή προς άμεση απόδειξη αφού είχε περαιωθεί και έτσι προσέδωσε στην κατάθεση αυτή μικρότερη αποδεικτική δύναμη απ' αυτήν που είχε από το νόμο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την …/1998 εισηγητική έκθεση εξέτασης μαρτύρων ο ανωτέρω μάρτυρας Ε. Β. προσήλθε για να εξετασθεί ενώπιον της Εισηγήτριας στις 13-12-2001 και η εξέταση άρχισε την ημερομηνία αυτή, πλήν όμως διακόπηκε λόγω παρέλευσης της ώρας για τις 4-4-2002, οπότε συνεχίστηκε για να διακοπεί και πάλι λόγω παρέλευσης της ώρας για τις 7-11-2002, οπότε ο μάρτυρας δεν εμφανίσθηκε λόγω προσωπικού του προβλήματος και η Εισηγήτρια με τη συμφωνία των πληρεξουσίων δικηγόρων περαίωσε τις διεξαγωγές και έτσι η ένορκη αυτή κατάθεση παρέμεινε ημιτελής.
    Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.11 περ. γ' του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο. Όμως δεν γεννάται ο λόγος αυτός, αν και από τη γενική μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατ' είδος έστω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο περιεχόμενο της απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι. Η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ.11 γ' του ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αίτησης προβάλλεται η από τον αρ. 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλό μενης απόφασης, και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την 13377/2003 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης με την οποία ο πρώτος αναιρεσείων απαλλάχθηκε της κατηγορίας της υπεξαγωγής της επίμαχης διαθήκης την οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες με τις προτάσεις τους κατά τη συζήτηση της έφεσης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς αυταπόδειξη της αγωγής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του, αφού έλαβε υπόψη του την ως άνω απόφαση την οποία ρητά μνημονεύει και απ' όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν και από όλο το περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι έλαβε υπόψη του και το προαναφερόμενο έγγραφο. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ, εφ' όσον επετράπη η δια μαρτύρων απόδειξη δικαστικά τεκμήρια μπορεί να συναχθούν οθενδήποτε και μάλιστα από ανεπικύρωτο φωτοαντίγραφο ιδιόγραφης διαθήκης που λήφθηκε πριν τη δημοσίευσή της, η πιστότητα του οποίου δεν αμφισβητείται σε σχέση με το πρωτότυπο.
    Συνεπώς ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της κρίσης του και φωτοτυπία της επίμαχης διαθήκης που επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα, αν και το αποδεικτικό αυτό μέσο δεν το επέτρεπε ο νόμος δοθέντος ότι η φωτοτυπία αυτή είναι άκυρη ως ιδιόγραφη διαθήκη και δεν μπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη ιδιόγραφης διαθήκης και μετέπειτα για δημοσίευσή της, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται στην αναιρεσίβλητη, ελλείψει σχετικού αιτήματος αυτής (βλ.άρθρο 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-8-2010 αίτηση των Σ. Π. κ.λπ. για αναίρεση της 882/2010 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013. Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013.
    Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ