23.4.14

ΑΠ 212/2014: ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΟΛΑΒΙΑΣ-ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥ-ΕΝΟΧΗ ΕΙΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΝ


Τραυματισμός οικοδόμου σε οικοδομή - Ενοχή εις ολόκληρον - Ευθύνη - Σύμβαση εργολαβίας - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης - Αδικοπραξία - Πρόστηση - Μέτρα ασφαλείας εργαζομένων - Στοιχεία ορισμένου αγωγής - Συνυπαιτιότητα -. Σοβαρός τραυματισμός οικοδόμου κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών λόγω παράλειψης λήψης των απαραίτητων μέτρων ασφαλείας εργαζομένων. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915. Πότε ο εργολάβος θεωρείται προστηθείς του εργοδότη. Ενοχή εις ολόκληρον. Ευθύνη επιβλέποντος μηχανικού, εργολάβου-κατασκευαστή, υπεργολάβου. Σύμβαση εργολαβίας. Κρίθηκε ότι ο ιδιοκτήτης της οικοδομής δεν ευθυνόταν έναντι του ενάγοντος για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης διότι δεν αποδείχθηκε ότι με την σχετική σύμβαση εργολαβίας είχε επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωμα στην διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου. Στοιχεία ορισμένου της σχετικής αγωγής. Κρίθηκε ότι η επίδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία, τα οποία την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της εκ μέρους του ενάγοντος κατά του εναγομένου ήτοι ότι από παράνομη συμπεριφορά του και ειδικότερα από αμέλεια (αυτού και άλλων), οι οποίοι δεν έλαβαν τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα, επήλθε ο τραυματισμός αυτού, με τις εντεύθεν συνέπειες, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται τα μέτρα αυτά.


Αριθμός 212/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Β2'Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
    Του αναιρεσείοντος: Π. Ν. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Διαμαντή και κατέθεσε προτάσεις.
    Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Β., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ρήγο και κατέθεσε προτάσεις, 2) Λ. Θ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ρήγο και κατέθεσε προτάσεις, 3) Λ. Η., κατοίκου ... ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 4) Χ. Τ.-Λ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Θεοδώρου Λύτρα και δεν κατέθεσε προτάσεις, 5) Γ. Σ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
    Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος του ως άνω αναιρεσείοντος, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε, ότι ο αναιρεσείων παραιτείται από το δικόγραφο της από 29/3/2012 κρινόμενης αίτησης για αναίρεση της 331/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών ως προς τους υπό στοιχεία 2, 3, 4 και 5 αναιρεσίβλητους.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/6/2007 αγωγή του πρώτου των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1176/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 331/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29/3/2012 αίτησή του.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μουστάκας ανέγνωσε την από 14/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 29-3-2012 αίτησης του Π. Ν. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 331/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
    Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο αναιρεσείων, με δήλωσή του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά και πριν αρχίσει η προφορική εξέταση της υπόθεσης, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αίτησής του ως προς τους 2ο, 3ο, 4η και 5ο αναιρεσιβλήτους. Η παραίτηση αυτή είναι παραδεκτή και νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 294, 295, 297 Κ.Πολ.Δικ., σε συνδυασμό με το άρθρο 573 του ίδιου Κώδικα και πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ασκήθηκε η ένδικη αίτηση έναντι των αναιρεσιβλήτων αυτών. Περαιτέρω ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του 2ου αναιρεσιβλήτου (Λ. Θ.), ο οποίος παρέστη νόμιμα στο ακροατήριο και ζητά με τις έγγραφες προτάσεις του, την καταδίκη του αναιρεσείοντος στη δικαστική δαπάνη του ( άρθρα 176 και 188 Κ.Πολ.Δικ.).
    Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 926 Α.Κ., "αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχοντα όλοι εις ολόκληρον". Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι, από υπαιτιότητα του ήδη αναιρεσείοντος, ο οποίος ενεργούσε με την ιδιότητά του εργολάβου και των λοιπών αναφερομένων στην απόφαση προστηθέντων από αυτόν προσώπων, προκλήθηκε τραυματισμός του α'αναιρεσίβλητου, κατά τον χρόνο, που εργαζόταν σε οικοδομή, με συνέπεια να καταστεί ανάπηρος, εξαιτίας δε αυτού, το εφετείο αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι (μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων) είναι υποχρεωμένοι, καθένας εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 150.000 ευρώ. Με βάση αυτά, το δικαστήριο της ουσίας ορθά έκρινε ότι πρόκειται για ενοχή εις ολόκληρον και, συνεπώς δεν παρεβίασε τις διατάξεις των άρθρων 480, 914, 926 Α.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε. Περαιτέρω, δεν ήταν αναγκαίο να αναφερθεί αυτό (ότι δηλαδή πρόκειται για ενοχή εις ολόκληρον) και στο σκεπτικό της απόφασης, αφού η ρύθμιση αυτή προβλέπεται από το νόμο.
    Επομένως, ο περί του αντιθέτου, από τους αριθμούς δε 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
    Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Αντιθέτως η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων(άρθρ. 561 αρ. 1 ΚΠολΔ) και ειδικότερα αναφέρονται στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., "η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός εάν παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί η αν υπάρχει λόγος αναίρεσης, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 και 20". Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την ανέλεγκτη των πραγμάτων κρίση του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι " ο κύριος του επί της οδού ... …, στην … και α'εφεσίβλητος, αποφάσισε το έτος 2005 να ανεγείρει πενταόροφη σ' αυτό οικοδομή και προς τούτο εκδόθηκε η σχετική οικοδομική άδεια...Ότι την εκτέλεση του ανωτέρω οικοδομικού έργου ανέθεσε με προφορική σύμβαση έργου στον εργολάβο οικοδομών και β'εναγόμενο-εφεσίβλητο (και ήδη αναιρεσείοντα), μηχανολόγο-ηλεκτρολόγο....Ο τελευταίος, ως εργολάβος-κατασκευαστής της ανεγειρόμενης οικοδομής, ανέθεσε στον γ' εναγόμενο-εφεσίβλητο, που τυγχάνει υπεργολάβος οπλισμένων σκυροδεμάτων-ξυλοτύπων, με προφορική συμφωνία, την κατασκευή του οπλισμένου σκυροδέματος της επίδικης οικοδομής, για λογαριασμό του ιδιοκτήτη αυτής..." Και περαιτέρω, "...Υπαίτιοι του ατυχήματος είναι οι....β' (αναιρεσείων) και γ' εναγόμενοι, διότι, ως εργολάβος-κατασκευαστής και υπεργολάβος, αντίστοιχα και συνεπώς άμεσοι εργοδότες του ενάγοντος και συνυπεύθυνοι για τη λήψη μέτρων ασφαλείας....". Ο αναιρεσείων, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., διότι "έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 681 επ. Α.Κ., αφού δέχθηκε, εσφαλμένα, ότι συνεβλήθη προφορικά με τον ιδιοκτήτη, ενώ τέτοιες συμβάσεις γίνονται πάντα γραπτά και ούτε ποτέ κατάρτισε τέτοια σύμβαση με τον ιδιοκτήτη της οικοδομής, αλλά μόνο σύμβαση "επιστασίας". Ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 αναιρετικός αυτός λόγος, είναι απορριπτέος, αφού, αφενός μεν, με αυτόν, στην ουσία πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίσης της, σε σχέση με το ως άνω πραγματικό γεγονός, που έγινε δεκτό, αφετέρου δε, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 681 επ. Α.Κ. σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 361 του ίδιου Κώδικα, η σύμβαση εργολαβίας είναι κατ' αρχήν, άτυπη και δεν είναι απαραίτητο να περιβληθεί το έγγραφο τύπο και, συνεπώς, δεν έσφαλε το Εφετείο με το να δεχθεί τα ίδια. Περαιτέρω, ο λόγος αυτός, ως προς την από τον αριθμό 19 αποδιδόμενη πλημμέλεια, είναι απορριπτέος, ως αόριστος, αφού δεν αναφέρεται σε τι συνίστανται οι πλημμέλειες αυτές.
    Από τα άρθρα 914, 932 του ΑΚ και 1,16 του Ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι' αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις. Επομένως για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915.Εξάλλου, από τα άρθρα 681,688-691 και 698 ΑΚ, προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, κατ' αρχήν, ως προστηθείς του εργοδότη. Όταν, όμως, ο εργοδότης επιφύλαξε (ρητά ή σιωπηρά) για τον εαυτό του τη διεύθυνση και την επίβλεψη εκτελέσεως του έργου και μάλιστα (επιφύλαξε) το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο ,ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως με τον εργοδότη, οπότε, στην περίπτωση αυτή, τα σχετικά με την ευθύνη (ενδοσυμβατική ή εξωσυμβατική) αυτών (εργοδότη- εργολάβου) ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 330, 334,922 ΑΚ).
    Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα εξής πραγματικά περιστατικά:" Ο α' εναγόμενος-εφεσίβλητος τυγχάνει κύριος ενός οικοπέδου κειμένου επί της οδού ... αρ. …στη …, επί του οποίου αποφάσισε το έτος 2005 ν' ανεγείρει πενταόροφη οικοδομή κατοικιών με υπόγειο, πυλωτή και δώμα ,εκδίδοντας προς τούτο επ' ονόματι του την υπ. αρ. 2210/23-12-2005 οικοδομική άδεια βάσει της οποίας έκανε έναρξη των οικοδομικών εργασιών την 25η-2-2006, σύμφωνα με τη σχετική θεώρηση του AT' Πετρούπολης. Την εκτέλεση του ανωτέρω οικοδομικού έργου ανέθεσε με προφορική σύμβαση έργου στον εργολάβο οικοδομών β' εναγόμενο- εφεσίβλητο μηχανολόγο-ηλεκτρολόγο. Τις μελέτες της επίδικης οικοδομής συνέταξαν σύμφωνα με την ανωτέρω οικοδομική άδεια οι πιο κάτω εναγόμενοι ,και δη η δ' εναγόμενη-εφεσίβλητη-εκκαλούσα ως αρχιτέκτων μηχανικός συνέταξε την αρχιτεκτονική μελέτη της καθώς και τη μελέτη περιβάλλοντος χώρου και πυροπροστασίας ,ο ε' εναγόμενος- εφεσίβλητος-εκκαλών ως πολιτικός μηχανικός συνέταξε τη μελέτη του φέροντος οργανισμού της και ο β' εναγόμενος- εφεσίβλητος ως ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος τη μελέτη θερμομόνωσης, ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, θέρμανσης, ύδρευσης, αποχέτευσης και ενεργητικής πυροπροστασίας. Επίσης, σύμφωνα με την ανωτέρω οικοδομική άδεια επιβλέποντες μηχανικοί στην επίδικη οικοδομή ορίστηκαν οι προαναφερθέντες εναγόμενοι ως ακολούθως, ήτοι η μεν δ' εναγόμενη αρχιτέκτων μηχανικός ανέλαβε τη γενική επίβλεψη αυτής, ο ε' εναγόμενος πολιτικός μηχανικός την επίβλεψη του φέροντος οργανισμού αυτής και τέλος ο β' εναγόμενος μηχανολόγος την επίβλεψη των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων και ύδρευσης-αποχέτευσης. Ο τελευταίος ως εργολάβος-κατασκευαστής της ανεγειρόμενης οικοδομής ανέθεσε στον γ' εναγόμενο-εφεσίβλητο ,που τυγχάνει υπεργολάβος οπλισμένων σκυροδεμάτων-ξυλοτύπων, με προφορική συμφωνία την κατασκευή του οπλισμένου σκυροδέματος της επίδικης οικοδομής για λογαριασμό του ιδιοκτήτη αυτής α' εναγόμενου- εφεσίβλητου. Περί τις αρχές Μαρτίου 2006 ο γ' εναγόμενος υπεργολάβος σκυροδέματος προσέλαβε τον ενάγοντα-εκκαλούντα-εφεσίβλητο οικοδόμο με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ,που ήταν ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, προκειμένου αυτός να εργαστεί στην κατασκευή της επίδικης οικοδομής με την ειδικότητα του τεχνίτη ξυλοτύπου (καλουπατζής), ήτοι στην κατασκευή των καλουπιών-ξυλοτύπων της οικοδομής για την έγχυση του οπλισμένου σκυροδέματος (τσιμέντου). Έκτοτε ,η κατασκευή του έργου προχωρούσε και ο ενάγων εργαζόταν κανονικά σ' αυτό έως και τις 12-6-2006 ,οπότε είχε αποπερατωθεί ο σκελετός των τριών πρώτων ορόφων της οικοδομής και αυτή βρισκόταν πλέον στο στάδιο της κατασκευής του ξυλοτύπου του τετάρτου ορόφου της. Στις 13-6-2006 και περί ώρα 7.30 π.μ. ο ενάγων βρισκόταν μαζί με τον επίσης εργαζόμενο στην ίδια οικοδομή ως τεχνίτη ξυλοτύπου (καλουπατζής) Σ. Δ. στον ήδη κατασκευασμένο εξώστη του τρίτου ορόφου, προκειμένου να κατασκευάσουν κατόπιν εντολής των β' ,γ' ,δ' και ε' εναγομένων μεταλλικά ικριώματα τύπου πύργου για την υποστήλωση του ξυλοτύπου του εξώστη του υπερκειμένου τετάρτου ορόφου της υπό ανέγερση οικοδομής. Ο εξώστης του τρίτου ορόφου διέθετε στηθαίο από οπλισμένο σκυρόδεμα ύψους ενός μέτρου περίπου στις δύο άκρες του πέρατος του ,ενώ στη μέση είχε καμπύλο σχήμα που εξείχε και δεν διέθετε προστατευτικές διατάξεις έναντι ενδεχόμενης πτώσης των εργαζομένων οικοδόμων ,μεταξύ των οποίων και ο ενάγων. Ο τελευταίος τοποθέτησε μεταλλικό πλαίσιο στην άκρη του αριστερού τμήματος του στηθαίου (όπως τούτο φαίνεται από το δρόμο), το οποίο θ' αποτελούσε τμήμα του υπό κατασκευή ικριώματος και το έδεσε με μεταλλικό σύρμα στην άκρη του στηθαίου. Στη συνέχεια επιχείρησε να πατήσει σε μεταλλικό τμήμα του πλαισίου και του απροστάτευτου καμπύλου τμήματος του πέρατος του εξώστη, προκειμένου να φτάσει και να τοποθετήσει στο άνω μέρος του μεταλλικού πλαισίου δύο κοχλίες με μεταλλικό στοιχείο σχήματος "Ψ", όπου και θα στηριζόταν ξύλινη κουπαστή προστασίας και αργότερα ο ξυλότυπος του εξώστη του τετάρτου ορόφου. Κατά την προσπάθειά του αυτή, ο ενάγων έχασε την ισορροπία του εξαιτίας της ανασφαλούς στήριξης του μεταλλικού πλαισίου και τελικά έπεσε στο έδαφος της οικοδομής μαζί με το πλαίσιο από ύψος άνω των δέκα (10) μέτρων, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί βαρύτατατα, αφού υπέστη κατάγματα πλευρών άμφω, θλάσεις πνευμόνων, κάκωση θωρακικής μοίρας (Θ7-Θ8) σπονδυλικής στήλης, κάταγμα δεξιού βραχιονίου με συνοδό πάρεση κερκιδικού νεύρου και αναπνευστική ανεπάρκεια. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι βάσει των διατάξεων των αναφερθέντων στη μείζονα σκέψη της παρούσας άρ. 12 του Π.Δ. 305/1996 παρ. IV,Μέρος Β', Τμήμα II παρ.5.1 και 2., άρ.17 παρ.1 Π.Δ. 778/1980 και άρ.41παρ.1 Π.Δ. 1073/198 για την προστασία των εργαζομένων από την από ύψος πιθανή πτώση τους κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών επιβαλλόταν η κατασκευή πέριξ της επίδικης οικοδομής ή στο εκάστοτε επίπεδο εργασίας καταλλήλων μηχανισμών συλλογικής προστασίας τους, όπως κιγκλιδωμάτων, εξεδρών ή διχτύων προστασίας, με επαρκές ύψος που θα διέθεταν τουλάχιστον ένα εμπόδιο στη στάθμη του δαπέδου, ένα χειρολισθήρα και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο. Μάλιστα δε, το καμπύλο τμήμα του πέρατος του εξώστη του τρίτου ορόφου της οικοδομής έπρεπε να διαθέτει ανθεκτικές προστατευτικές διατάξεις έναντι πιθανής πτώσης ,όπου και θα μπορούσε να στηριχθεί ασφαλώς το μεταλλικό πλαίσιο, το οποίο ,κατά τ' ανωτέρω, έπεσε μαζί με τον ενάγοντα. Επίσης, στο στάδιο κατά το οποίο συνέβη το επίδικο ατύχημα ,ήτοι της κατασκευής του ξηλοτύπου του τρίτου ορόφου της οικοδομής ,θα έπρεπε να είχε ακολουθηθεί η παρακάτω εργασιακή πρακτική. Συγκεκριμένα, έπρεπε κατ' αρχήν να στηριχθεί το ανωτέρω μεταλλικό πλαίσιο με χιαστί αντηρίδες επί άλλου μεταλλικού πλαισίου , και όχι επί του επισφαλούς άκρου του στηθαίου όπως συνέβη εν προκειμένω, (άρ. 13 παρ.2 Π.Δ. 778/1980, άρ.7 παρ.4 ν.1430/1984 και άρ. 12 του Π.Δ. 305/1996 παρ. IV,Μέρος Β', Τμήμα II παρ.6.1 ),και στη συνέχεια να τοποθετηθούν δάπεδα ικριωμάτων (εργασίας), αποτελούμενα από τρία μαδέρια, ελάχιστου πάχους (0,05) μ. και συνολικού πλάτους τουλάχιστον (0, 60 μ.) (άρ.9 παρ.1 Π.Δ. 778/80 ,άρ. 34παρ.1 α' Π.Δ. 1073/1981 και άρ. 12 του Π.Δ. 305/1996 παρ. IV, Μέρος Β', Τμήμα II παρ.6. 2),τα οποία (δάπεδα εργασίας) θα μπορούσε ο ενάγων να χρησιμοποιήσει για να τοποθετήσει με ασφάλεια τα "Ψ" φορώντας ζώνη ασφαλείας (άρ.102 και 107 του Π.Δ. 1073/1981, άρ. 4 και 10, Παρ. ΙΙΙ, παρ.9.1 και Παρ. ΙΙ, παρ.9.1 του Π.Δ. 396 /1994 και άρ. 12 του Π.Δ. 305/1996 παρ. IV, Μέρος Β', Τμήμα II παρ.5.2. ) μέχρι να τοποθετηθεί και η κουπαστή προστασίας (άρ. 9παρ.1 η' του Π.Δ. 778/1980, άρ. 13παρ.6 του Π.Δ. 305/1996 και άρ. 12 του Π.Δ. 305/1996 παρ. IV, Μέρος Β', Τμήμα II παρ.5.1). Πλην όμως, στο επίδικο έργο δεν είχαν κατασκευαστεί οι προαναφερθέντες μηχανισμοί συλλογικής προστασίας των εργαζομένων από πιθανή πτώση τους από ύψος ,ούτε διέθετε προστατευτικές διατάξεις το καμπύλο τμήμα του πέρατος του εξώστη, ούτε βέβαια είχε στηριχθεί το μεταλλικό πλαίσιο με χιαστί αντηρίδες επί άλλου μεταλλικού πλαισίου, ούτε είχαν τοποθετηθεί κατάλληλα δάπεδα εργασίας (ικριωμάτων),αλλά ούτε και είχε διατεθεί στον ενάγοντα ζώνη ασφαλείας κατά το χρόνο του τραυματισμού του. Ο παθών νοσηλεύθηκε αρχικά στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας από 13-6 έως 10-7-2006, οπότε και τραχειοτομημένος σε αυτόματη αναπνοή διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής "Κ.Α.Τ." ,όπου και νοσηλεύθηκε πρώτα στην κλινική εντατικής νοσηλείας έως τις 18-8-2006 και κατόπιν στην κλινική φυσικής ιατρικής, προς αντιμετώπιση των καταγμάτων (Θ7-Θ8) της σπονδυλικής του στήλης και της συνυπάρχουσας συμπίεσης του νωτιαίου μυελού και της παραπληγίας του. Η παρούσα κατάσταση του είναι η πλήρης αισθητικοκινητική παραπληγία επιπέδου Θ6 και η αδυναμία χρήσης του δεξιού άνω άκρου του λόγω πάρεσης του κερκιδικού νεύρου, συνεπεία της οποίας απαιτείται αφενός μεν η κίνηση του με ηλεκτροκίνητο αμαξίδιο αφετέρου δε δυσχεραίνεται σημαντικά την εκτέλεση πολλών από τις καθημερινές του δραστηριότητες. Κατά την πρόσφατη επανεξέταση του στις 4-11-2011 από το τμήμα φυσικής ιατρικής και αποκατάστασης του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής "ΚΑΤ" διαπιστώθηκε ότι αυτός παραμένει μόνιμα ανάπηρος μετακινούμενος με αναπηρικό αμαξίδιο και έχει ανάγκη δια βίου άλλου ατόμου για την αυτοεξυπηρέτηση του. Συνεπεία της εν λόγω σωματικής του βλάβης έχει κριθεί από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή του Ι.Κ.Α. ανάπηρος σε ποσοστό 80% και ανίκανος προς εργασία κατά το χρονικό διάστημα από 2.11.2006 μέχρι 30.11.2013 κατά το οποίο του χορηγήθηκε σύνταξη βαριάς αναπηρίας εξαιτίας εργατικού ατυχήματος με απόφαση του διευθυντή του Περ/κού Υποκ/τος Συντάξεων Αθηνών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Με τα ανωτέρω δεδομένα κρίνονται ότι υπαίτιοι εξ αμελείας για την πρόκληση του επιδίκου εργατικού ατυχήματος είναι, α) οι δ' και ε' εναγόμενοι, διότι ως γενική επιβλέπουσα μηχανικός και επιβλέπων την κατασκευή του φέροντος οργανισμού του έργου αντίστοιχα και υπεύθυνοι για την λήψη σ' αυτό μέτρων ασφαλείας, παρέλειψαν να υποδείξουν την κατασκευή κιγκλιδωμάτων, εξεδρών ή διχτύων προστασίας των εργαζομένων περιμετρικά της υπό ανέγερση οικοδομής αλλά και στο εκάστοτε επίπεδο εργασίας, την κατασκευή προστατευτικών διατάξεων στο καμπύλο μέρος του εξώστη, τη στήριξη του μεταλλικού πλαισίου με χιαστί αντηρίδες ,τη τοποθέτηση δαπέδων ικριωμάτων καθώς και τη χρήση χειρολισθήρων και ζωνών ασφαλείας από τους εργαζόμενους, όπως προβλέπεται στις προαναφερθείσες διατάξεις νόμων, ώστε να προστατεύονται οι τελευταίου κατά την κατασκευή των ξυλοτύπων της οικοδομής από την πτώση τους από ύψος και επιπλέον αυτοί παρέλειψαν να επισκέπτονται συχνά το έργο, ώστε να έχουν την ευκαιρία να διαπιστώσουν την εκτέλεση των εργασιών σ' αυτό χωρίς οι εργαζόμενοι να εργάζονται υπό συνθήκες τήρησης των ανωτέρω μέτρων ασφαλείας και να επιβάλουν έτσι την πιστή τήρηση των μέτρων αυτών, β) ο β' και γ' εναγόμενοι, διότι ως εργολάβος-κατασκευαστής και υπεργολάβος του έργου αντίστοιχα και συνεπώς άμεσοι εργοδότες του ενάγοντος και συνυπεύθυνοι για την λήψη μέτρων ασφαλείας, άρχισαν απερίσκεπτα να εκτελούν εργασίες καθ' ύψος στην οικοδομή, χωρίς προηγουμένως να διασφαλίσουν τη λήψη και τήρηση των ανωτέρω μέτρων προστασίας των εργαζομένων σ' αυτήν από πιθανή πτώση τους ,επίσης και αυτοί παρέλειπαν να επισκέπτονται συχνά το έργο ώστε να έχουν την ευκαιρία να διαπιστώσουν την εκτέλεση των εργασιών σ' αυτό χωρίς οι εργαζόμενοι να εργάζονται υπό συνθήκες τήρησης των ανωτέρω μέτρων ασφαλείας και να επιβάλουν έτσι την πιστή τήρηση των μέτρων αυτών, επιπλέον δε αυτοί ως εργοδότες παρέλειψαν να δηλώσουν το επίδικο ατύχημα προς το Ι.Κ.Α. Αγ. Αναργύρων Αττικής ,κατά παράβαση του άρ. 8 παρ.2 α' του Π.Δ. 17/1996 και άρ. 115 παρ.1 του Π.Δ. 1073/1981, το οποίο έλαβε γνώση μετά από αναγγελία μέσω ΦΑΞ του AT' Πετρούπολης. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, συντρέχει εν προκειμένω και γενική αμέλεια των εν λόγω εναγομένων, αφού, αν και ως επιβλέποντες μηχανικοί σε ανεγέρσεις οικοδομών οι δ' και ε' και ως κατασκευαστές οικοδομών οι β' και γ' είχαν εμπειρία των κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών κινδύνων, δεν προέβλεψαν ,καίτοι μπορούσαν, καταβάλλοντες τη συνήθη στις συναλλαγές επιμέλεια, τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, στη συγκεκριμένη οικοδομή από την πτώση τους από ύψος, και έτσι επέτρεψαν σ' αυτόν, πριν λάβουν τα ανωτέρω επιβαλλόμενα εκ του νόμου μέτρα προστασίας, να εκτελέσει την προαναφερθείσα οικοδομική εργασία. Ο α' εναγομένος ιδιοκτήτης της οικοδομής δεν ευθύνεται έναντι του ενάγοντος για την καταβολή σ' αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, διότι δεν αποδείχθηκε ότι με την σχετική σύμβαση εργολαβίας είχε επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωμα στην διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου, ώστε να υπέχει την κατά τις κοινές διατάξεις του ΑΚ (άρθρα 914 και 922) ευθύνη του προστήσαντος για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων απ' αυτόν προσώπων (εργολάβου, μηχανικών και εργατών). Το ανωτέρω γεγονός σιωπηρά αποδέχεται και ο εκκαλών - ενάγων αφού δεν προσβάλλει με σχετικό λόγο της έφεσης του την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια. Για την πρόκληση, όμως, της σωματικής του βλάβης αποδείχθηκε από τα ίδια ως άνω περιστατικά ότι είναι συνυπαίτιος και ο παθών κατά ποσοστό τουλάχιστον 30%, διότι άρχισε να εκτελεί την ανατεθείσα σ' αυτόν από τους εναγόμενους ως άνω εργασία χωρίς προηγουμένως να ελέγξει τη λήψη των απαιτουμένων κατά νόμο παραπάνω προστατευτικών μέτρων, τα οποία και ασφαλώς θα μείωναν τον κίνδυνο της πτώσης του από ύψος. Περαιτέρω, ο ενάγων από τον ως άνω τραυματισμό, οι συνέπειες του οποίου είναι, όπως παραπάνω εκτέθηκε, μόνιμες και διαρκείς, υπέστη πραγματικά ηθική βλάβη. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το ατύχημα ,το είδος της σωματικής βλάβης που προκλήθηκε απ' αυτό, τις επιπτώσεις που η συγκεκριμένη βλάβη έχει στην εργασία του ως οικοδόμου, και γενικά στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή του, αφού ο τραυματισμός του είχε ως συνέπεια τη μόνιμη αναπηρία του, την εντεύθεν μετακίνησή του με αναπηρικό αμαξίδιο, την δια βίου ανάγκη του για εξυπηρέτησή του μέσω άλλου ατόμου, καθώς και τη μη αναστρέψιμη αδυναμία χρήσης της δεξιάς χειρός του, την ψυχική και σωματική ταλαιπωρία που υπέστη λόγω των ιατρικών επεμβάσεων και εν γένει των προσπαθειών στις οποίες προέβη ελπίζοντας στην πλήρη αποκατάσταση της υγείας του, η οποία τελικά δεν επιτεύχθηκε, το βαθμό του πταίσματος των κριθέντων ως υπαιτίων ανωτέρω εναγομένων, την κοινωνική θέση και την περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, και ιδίως του ενάγοντος ο οποίος είναι ηλικίας 56 ετών και έγγαμος με ένα ανήλικο παιδί, κρίνει ότι πρέπει να του επιδικαστεί προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την σε βάρος του αδικοπραξία το ποσόν των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000 €) ευρώ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη επιδίκασε στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το ποσόν των πενήντα χιλιάδων (50.000€) ευρώ έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά παραδοχή ως βάσιμων των σχετικών λόγων της έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος με τους οποίους παραπονείται για την εν μέρει, κατ' ουσία , αποδοχή της αγωγής του". Σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές, στον αναιρεσείοντα αποδίδεται υπαιτιότητα, όχι μόνο διότι δεν τήρησε τις ειδικές, προς τούτο διατάξεις, τις σχετικές με τα μέτρα που έπρεπε να έχει λάβει, προς αποτροπή του εν λόγω ατυχήματος, αλλά και διότι, ως εργολάβος και κύριος υπεύθυνος του έργου, δεν επέδειξε την δέουσα επιμέλεια, σχετικά με την ασφάλεια των εργαζομένων στη ως άνω οικοδομή και την αποτροπή των από την εργασία ατυχημάτων, με συνέπεια να προκληθεί το ατύχημα στον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο, κατά τα ανωτέρω ειδικότερα εκτιθέμενα.
    Συνεπώς, ο τρίτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο αποδίδονται αναιρετικές πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση από τον αριθμό 1 και 8 , για το λόγο ότι, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τις πραγματικά ισχύουσες για την προκειμένη περίπτωση διατάξεις, σχετικά με τις υποχρεώσεις που είχε αυτός, έναντι των εργαζομένων, καθόσον αφορά την ασφάλειά τους και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ποιες είναι οι διατάξεις αυτές, είναι απορριπτέος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, αφού, με τις ως άνω παραδοχές, θεμελιώνεται η ευθύνη του αναιρεσείοντα, σχετικά με το ως άνω ατύχημα η δε επίκληση της παραβιάσεως του άρθ.8 δεν θεμελιώνεται νόμω αφού οι φερόμενες ως μη ληφθείσες υπόψη διατάξεις δεν συνιστούν "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Αυτά δε, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αναφέρονται αναλυτικά, σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι από το νόμο υποχρεώσεις και τα μέτρα, τα οποία έπρεπε οι εναγόμενοι (μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων) να λάβουν, ώστε να είχε αποφευχθεί το ως άνω οικοδομικό ατύχημα. Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος, με τον οποίο αποδίδονται αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 10 (ότι το εφετείο έλαβε υπόψη του πράγματα, χωρίς να διατάξει απόδειξη) και 11 (δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που αυτός πρότεινε) του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι α) στην προκειμένη διαδικασία των εργατικών διαφορών δεν διατάσσεται απόδειξη, αλλά η συζήτηση επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ενιαία και β) (ως προς τον αριθ. 11), διότι δεν αναφέρεται ποια αποδεικτικά μέσα, που πρότεινε ο αναιρεσείων, δεν ελήφθησαν υπόψη.
    Με τον τέταρτο αναιρετικό λόγο, αποδίδεται στο Εφετείο "εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 8, 11, 12". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, αφενός μεν διότι η εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.), αφετέρου δε οι επικαλούμενες πλημμέλειες από τους αριθμούς 8, 11 και 12, δεν συγκεκριμενοποιούνται, σε τι ειδικότερα δηλαδή συνίστανται, ώστε να καταστεί δυνατή η διερεύνηση της ουσίας τους. Ως προς την επικαλούμενη, τέλος, φωτογραφία, που κατά τον αναιρεσείοντα, το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και απεικονίζει τον τόπο του ατυχήματος, από τη γενική αναφορά, ότι το εφετείο, προκειμένου να κρίνει την ένδικη διαφορά, έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα έγγραφα, που τα διάδικα μέρη προσκόμισαν, σε συνδυασμό με το σύνολο του περιεχομένου αυτής, κρίνεται ότι ελήφθη υπόψη και το αποδεικτικό αυτό στοιχείο.
    Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι και ήδη εφεσίβλητοι οφείλουν να του καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος το χρηματικό ποσό των 700.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επικαλούμενος ότι ο περιγραφόμενος βαρύτατος τραυματισμός του και η εντεύθεν αναφερόμενη διαρκής και μόνιμη αναπηρία του συνιστά εργατικό ατύχημα, οφειλόμενο σε υπαιτιότητα (ήτοι βαρεία αμέλεια κατά το αστικό δίκαιο και ειδική αμέλεια περί την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας) των εναγομένων. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι αυτός είχε προσληφθεί από τον γ' εναγόμενο-υπεργολάβο της επίδικης οικοδομής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και εργαζόταν ως οικοδόμος με την ειδικότητα του τεχνίτη ξυλοτύπου (καλουπατζής) στην ανέγερσή της (οικοδομής) ιδιοκτησίας του πρώτου εναγόμενου - κυρίου του έργου, την εκτέλεση του οποίου τελευταίος είχε αναθέσει στον β' εναγόμενο-εργολάβο (και ήδη αναιρεσείοντα), επιφυλάσσοντας όμως για τον εαυτό του (α' εναγόμενος-κύριος) τη διεύθυνση και επίβλεψη του έργου, δίνοντας εντολές και οδηγίες στους λοιπούς προστηθέντες απ' αυτόν εναγόμενους, ήτοι στον εργολάβο-β' εναγόμενο, υπεργολάβο-γ' εναγόμενο, γενική επιβλέπουσα της υπό ανέγερση οικοδομής αρχιτέκτονα μηχανικό - δ' εναγόμενη και επιβλέποντα τον φέροντα οργανισμό της οικοδομής πολιτικό μηχανικό - ε' εναγόμενο. Ότι στις 13-6-2006, κατόπιν εντολής του γ' εναγόμενου -εργοδότη του και υπεργολάβου της υπό κατασκευή οικοδομής, βρισκόταν στον κατασκευασμένο εξώστη του τρίτου ορόφου, που είχε στις δύο άκρες του πέρατος του στηθαίο ύψους 1 μ. περίπου και στη μέση του καμπύλο σχήμα εξέχον μεν άνευ όμως προστατευτικών "διατάξεων" έναντι πτώσης, όπως έπρεπε και μπορούσαν να τοποθετήσουν κατά την κείμενη νομοθεσία οι εναγόμενοι, προκειμένου να κατασκευάσει μεταλλικά ικριώματα τύπου πύργου για την υποστήλωση του ξυλότυπου του εξώστη του τετάρτου ορόφου της οικοδομής. Ότι προς το σκοπό αυτό τοποθέτησε μεταλλικό πλαίσιο στην άκρη του αριστερού τμήματος του ανωτέρω στηθαίου, που θ' αποτελούσε τμήμα του υπό κατασκευή ικριώματος, και το έδεσε με μεταλλικό σύρμα στην άκρη του στηθαίου, μη έχοντας ειδικές εντολές και οδηγίες σχετικά με την ασφαλή εκτέλεση της ανωτέρω ανατεθείσας εργασίας από τους εναγόμενους. Ότι στη συνέχεια προσπαθώντας να πατήσει σε μεταλλικό τμήμα του πλαισίου και του απροστάτευτου καμπύλου τμήματος του πέρατος του εξώστη, προκειμένου να φτάσει και να τοποθετήσει στο άνω μέρος του μεταλλικού πλαισίου δύο κοχλίες με μεταλλικό στοιχείο σχήματος "Ψ" ,όπου και θα στηριζόταν ξύλινη κουπαστή και αργότερα ο ξυλότυπος του εξώστη του τετάρτου ορόφου, έχασε την ισορροπία του εξαιτίας της ανασφαλούς στήριξης του μεταλλικού πλαισίου, και έπεσε στο έδαφος μαζί με το πλαίσιο από ύψος άνω των 10 μέτρων, αφού δεν υπήρχε το απαιτούμενο κατά νόμο πλέγμα ή εξέδρα ή κιγκλίδωμα για να εμποδίσει την πτώση του, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί βαρύτατα, κατά τα εκτενώς παρατιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα των εναγομένων, διότι αν και γνώριζαν ότι κατά την εκτέλεση της ανωτέρω εργασίας του μπορούσε αυτός να πέσει, από βαριά αμέλειά τους η οποία τεκμαίρεται από το ότι όχι μόνον δεν τον προστάτευσαν λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών, ως είχαν υποχρέωση σύμφωνα με το ν. 1396/1983, π.δ. 778/1980 και 662 ΑΚ, έτσι ώστε ν' αποτρέψουν πιθανή πτώση του και το κίνδυνο του τραυματισμού του, αλλά και απουσίαζαν συστηματικά από το τόπο εκτέλεσης αυτών". Με βάση αυτά, το Εφετείο δέχθηκε ότι "η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, αφού περιέχονται σ' αυτή τα αναγκαία για τη διαδικαστική της πληρότητα στοιχεία, ήτοι η ύπαρξη εργασιακής σχέσεως μεταξύ παθόντος ενάγοντος και γ' εναγόμενου, η ύπαρξη σχέσης προστήσεως μεταξύ α' εναγόμενου και λοιπών εναγομένων, η βλάβη του σώματος του ενάγοντος εργαζόμενου και η απ' αυτήν μόνιμη αναπηρία του, η επέλευση του ατυχήματος κατά την εκτέλεση της εργασίας, η απόδοση του ατυχήματος σε πταίσμα, ήτοι οποιασδήποτε μορφής αμέλεια του α' εναγόμενου-κυρίου του έργου και των λοιπών προσώπων που αυτός έχει προστήσει στην υπηρεσία του, και στην περίπτωση της ειδικής αμέλειας η μη τήρηση των ειδικών διατάξεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων και ότι το ατύχημα δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτελέσεώς της, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών και κυρίως του ενάγοντος-παθόντος. Η παράλειψη αναφοράς στην αγωγή των συγκεκριμένων μέτρων και μέσων που έπρεπε να ληφθούν για την εξασφάλιση της ασφάλειας του εργαζόμενου ενάγοντος δεν καθιστά αυτή (αγωγή) αόριστη, διότι πρόκειται περί διευκρινιστικών της αγωγής περιστατικών, τα οποία μπορεί να προκύψουν από τις αποδείξεις. Επίσης, ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος των υπαιτίων καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κ.λ.π, αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή, δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι' αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (βλ. ΑΠ 242/2008 , ΑΠ 578/2009)". Με βάση αυτά, ορθά το Εφετείο έκρινε, δεχόμενο ότι η επίδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα κατά νόμο (άρθρα 216, 68 Κ.Πολ.Δικ., σε συνδυασμό με τα άρθρα 914, 932 Α.Κ.), απαραίτητα στοιχεία, τα οποία την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της εκ μέρους του ενάγοντος κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, ήτοι ότι από παράνομη συμπεριφορά του και ειδικότερα από αμέλεια (αυτού και άλλων), οι οποίοι δεν έλαβαν τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα, επήλθε ο τραυματισμός αυτού, με τις εντεύθεν συνέπειες, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται τα μέτρα αυτά.
    Συνεπώς ο περί του αντιθέτου από τον αριθμό 1, αληθώς δε από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ. Δικ, 5ος αναιρετικός λόγος, σύμφωνα με τον οποίο η αγωγή έπρεπε να απορρφιθεί ως αόριστη, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
    Ο 6ος (και τελευταίος) από τους αριθμούς 1 και 19 αναιρετικός λόγος, σύμφωνα με τον οποίο "εσφαλμένως και με αντιφατικές αιτιολογίες στο σκεπτικό της η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναγνώρισε σε κάθε περίπτωση ποσοστό συνυπαιτιότητας σε βάρος του ενάγοντος, ανερχόμενο μόλις σε 30%, ενώ αυτός ήταν αποκλειστικά υπαίτιος για το επισυμβάν ατύχημα. Η αναιρεσιβαλλόμενη δεν κάνει καν μνεία αν έλαβε υπόψη της την συνυπαιτιότητα του αντιδίκου και ποια η επιρροή της στην κρίση της", είναι απορριπτέος, ως προς μεν το πρώτο αυτού σκέλος, διότι δεν αναφέρεται, ποιες είναι οι αντιφατικές αιτιολογίες της απόφασης, ως προς δε το δεύτερο, διότι, από το περιεχόμενο αυτής, όπως πιο πάνω παρατέθηκε, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι υπήρχε συντρέχον πταίσμα του ενάγοντος-αναιρεσίβλητου στην πρόκληση του ως άνω ατυχήματος και το έλαβε υπόψη του, κατά τον υπολογισμό του ύψους της καταβλητέας στ' αυτό χρηματικής ικανοποίησης. Περαιτέρω, το παράπονο του αναιρεσείοντος, ότι "το ποσοστό της συνυπαιτιότητας που κρίθηκε είναι ασήμαντο και το ποσό που επιδικάσθηκε στον ενάγοντα είναι υπερβολικό, έσφαλε δε κατά τούτο το Εφετείο", είναι απορριπτέο, ως απαράδεκτο, αφού αυτό αναφέρεται στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. Τέλος, ο ίδιος λόγος, κατά το τρίτο και τελευταίο σκέλος του, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες από τον αριθμό 17 του άρθρου 559 Κ.Πολ. Δικ., είναι απορριπτέος, ως αόριστος, αφού δεν εκτίθεται σε τι συνίστανται οι αντιφατικές διατάξεις αυτής.
    Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το διατακτικό.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η ένδικη αίτηση έναντι των αναιρεσιβλήτων Λ. Θ., Λ. Η., Χ. Τ.-Λ. και Γ. Σ..
    Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του εκ των ανωτέρω αναιρεσιβλήτων Λ. Θ., εξ οκτακοσίων (800) ευρώ,
    Απορρίπτει την ένδικη αίτηση, του Π. Ν., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 331|2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και
    Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου Ε. Β., εκ χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.-
    Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2013.
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 28 Ιανουαρίου 2014.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ