24.4.14

ΑΠ 207/2010: ΑΠΟΨΙΛΩΣΗ ΔΑΣΟΥΣ & ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ


Προσβολή της προσωπικότητας με την καταστροφή ή αποψίλωση δημόσιου δάσους -. Στην έννοια του κοινόχρηστου πράγματος υπάγεται και το δημόσιο δάσος, το οποίο αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως περιβαλλοντικό αγαθό, που εντάσσεται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα (Σ 24 παρ. 1) και διατηρεί τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του ως δάσος ακόμα και μετά την καταστροφή ή αποψίλωσή του (Σ 117 παρ. 3), θεμελιώνεται δε και δικαίωμα αποζημίωσης σε βάρος εκείνου που προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος (άρθρ. 29 του ν. 1650/1986). Η παράνομη προσβολή του δικαιώματος επί της προσωπικότητας μπορεί να συνίσταται είτε σε αυθαίρετο αποκλεισμό της προσβάσεως σε δημόσιο δάσος, είτε σε αλλοίωση της φυσιογνωμίας ή καταστροφή του, με συνέπεια να υποβαθμίζεται (για λόγους αισθητικής, αναψυχής και υγιεινής) η ποιότητα ζωής των ευρισκομένων διαρκώς ή προσκαίρως σε τοπική σχέση με το δημόσιο δάσος (σχετ. ΑΠ 407/07).


Αριθμός 207/2010 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Α1' Πολιτικό Τμήμα----- 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Ρήγα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Παπαπανικολάου), Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή και Δημήτριο Τίγγα, Αρεοπαγίτες.
    ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Του αναιρεσείοντος: ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Πρατικάκη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Της αναιρεσιβλήτου: ..., η οποία δεν παραστάθηκε ούτε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26 Απριλίου 2001 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7172/2002 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 878/2004 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27 Οκτωβρίου 2004 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Αρεοπαγίτης Δημήτριος Τίγγας, ανέγνωσε την από 22 Οκτωβρίου 2007 έκθεση του κωλυομένου να συμμετέχει στη Σύνθεση, λόγω προαγωγής Ιωάννη Τέντε, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου και την απόρριψη των λοιπών της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από την ... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ..., την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο αναιρεσείων, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο της 3.11.2008, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση για την ως άνω δικάσιμο (άρθρο 226 παρ. 4 και 575 εδ. β' Κ.Πολ.Δικ.) επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς την αναιρεσίβλητη (άρθρα 568 παρ. 4 και 128 παρ. 1 και 3 Κ.Πολ.Δικ.). Επομένως, εφόσον η τελευταία δεν εμφανίσθηκε κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου της, κατά το άρθρο 242 παρ, 2 Κ, Πολ. Δικ., πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία εκείνης που έχει κλητευθεί (άρθρο 576 παρ, 2 Κ.Πολ.Δικ.). Κατά τις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. α' και 59 του ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή, να μην επαναληφθεί στο μέλλον και να καταδικασθεί ο υπαίτιος σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι προϋπόθεση της παρεχόμενης με αυτές προστασίας είναι η συνδρομή παράνομης πράξης, από την οποία επέρχεται μειωτική διαταραχή της προσωπικότητας σε κάποια έκφανσή της, όπως συμβαίνει όταν παρακωλύεται η χρήση κοινόχρηστου πράγματος (άρθρο 967 ΑΚ), χωρίς να ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο έχει παραχθεί η κοινοχρησία, αλλά αρκεί το γεγονός ότι εμποδίζεται παράνομα ο ενάγων να χρησιμοποιήσει το κοινόχρηστο πράγμα. Στην έννοια του κοινόχρηστου πράγματος υπάγεται και το δημόσιο δάσος, το οποίο αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως περιβαλλοντικό αγαθό, που εντάσσεται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα (άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος) και διατηρεί τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του ως δάσος ακόμα και μετά την καταστροφή ή αποψίλωσή του (άρθρο0 117 παρ. 3 του Συντάγματος), θεμελιώνεται δε και δικαίωμα αποζημιώσεως σε βάρος εκείνου που προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος (άρθρο 29 του ν.1650/1986). Η παράνομη προσβολή του δικαιώματος επί της προσωπικότητας μπορεί να συνίσταται είτε σε αυθαίρετο αποκλεισμό της προσβάσεως σε δημόσιο δάσος, είτε σε αλλοίωση της φυσιογνωμίας ή καταστροφή του, με συνέπεια να υποβαθμίζεται (για λόγους αισθητικής, αναψυχής και υγιεινής) η ποιότητα ζωής των ευρισκομένων διαρκώς ή προσκαίρως σε τοπική σχέση με το δημόσιο δάσος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του όρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, ύστερα από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο ενάγων (ήδη αναιρεσείων) είναι κύριος ενός οικοπέδου 269,5 τ.μ., που βρίσκεται στα .... Επί του οικοπέδου αυτού έχει ανεγείρει κτίσμα 35 τ.μ., το οποίο δεν χρησιμοποιεί ως κατοικία, αλλά ως αποθηκευτικό χώρο, όπως και όλη την έκταση του περιγραφομένου οικοπέδου, όπου έχει εναποθηκεύσει παντοειδή αντικείμενα, εν πολλοίς άχρηστα, όπως σίδερα, οικοδομικά υλικά, κρεβάτια, στρώματα. Βόρεια του ακινήτου του ενάγοντος, επί της ίδιας οδού του ..., βρίσκεται το ακίνητο της αδελφής του ..., με το οποίο συνορεύει, και αμέσως βορειότερα, στην ίδια οδό, το ακίνητο της εναγομένης. Δηλαδή μεταξύ των ιδιοκτησιών των διαδίκων παρεμβάλλεται η ιδιοκτησία της αδελφής του ενάγοντος. Η εναγομένη έχει αγοράσει το ακίνητο της, ήτοι ένα αγροτεμάχιο 210,30 τ.μ. με την επ' αυτού ισόγειο οικία, εμβαδού 89 τ.μ. από τον ...., δυνάμει του ... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Γαρυφαλλιάς Καρακασιλιώτη-Μαυροφόρου. Δυτικά όλων των ιδιοκτησιών αυτών υπήρχε δημόσιο πευκοδάσος. Τμήμα του πευκοδάσους 240 τ.μ. είχε καταληφθεί προ του έτους 1972 από τρίτους, όχι πάντως από τους διαδίκους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή πολύ αργότερα. Δυτικά του ως άνω ακινήτου της εναγομένης υπάρχει έκταση 117 τ.μ., που έχει συνενωθεί με την ιδιοκτησία της. Η έκταση αυτή αποτελεί τμήμα της ανωτέρω μείζονος εκτάσεως που είχε καταληφθεί προ του 1972. Επ' αυτής υπήρχε βλάστηση από πεύκα, πουρνάρια και σχίνα, που είχαν καταστραφεί προ του 1990, δηλαδή πριν από την αγορά του ακινήτου από την εναγομένη, πιθανόν από το δικαιοπάροχο της. Ο δικαιοπάροχός της είχε περιφράξει με μάντρα και σύρμα την έκταση αυτή και σε τμήμα της κατασκεύασε βόθρο, ενώ το υπόλοιπο κάλυψε με στέγη από μπετόν που την στήριξε σε κολώνες και στην οροφή του ισογείου ορόφου. Έτσι ήταν η πραγματική κατάσταση όταν το 1990 η εναγομένη αγόρασε το ανωτέρω οικόπεδο με την υπάρχουσα οικία, επί της οποίας το 1991 ανήγειρε με βάση την ... οικοδομική άδεια πρώτο υπέρ το ισόγειο όροφο. Περαιτέρω δυτικά των ακινήτων των διαδίκων σε βάθος 15 περίπου μέτρων στην ήδη κατεστραμμένη δασική βλάστηση διέρχεται η Αττική Οδός, μεταξύ δε αυτής και της κατεχόμενης από την εναγομένη έκτασης υπάρχει μικρή έκταση με υποτυπώδη βλάστηση, της οποίας καθένας, αδιακρίτως, μπορεί να κάνει χρήση. Βόρεια του ακινήτου της εναγομένης υπάρχει οικοδομή κάποιου ονόματι .... Βορειότερα του ακινήτου αυτού δεν αποδεικνύεται αν υπάρχει δάσος. Αλλά και με την εκδοχή ότι είναι δάσος ο ενάγων κατ' ουδέν εμποδίζεται από τα κτίσματα της εναγομένης στην απόλαυση των ωφελειών που παρέχει το δάσος. Κατ' ακολουθία αυτών η έκταση την οποία οπωσδήποτε κατέχει η εναγομένη δεν αποτελεί ούτε δάσος ούτε είναι δασική, διότι λείπει εντελώς η βλάστηση. Αλλά και περαιτέρω ο ενάγων δεν κατοικεί στο ανωτέρω ακίνητο του, αλλά σε άλλο που βρίσκεται σε απόσταση που υπερβαίνει το χιλιόμετρο, χωρίς να προκύπτει η συχνότητα επισκέψεων του στο ακίνητο της οδού του .... Ώστε λείπει και η τοπική σχέση με το περιβαλλοντικό αγαθό το οποίο, κατά την αγωγή, υπέστη βλάβη από την συμπεριφορά της εναγομένης, περιστατικό που αποκλείει την από αυτήν ουσιώδη χειροτέρευση της ποιότητας της ζωής του ενάγοντος και συνακόλουθα και την παραδοχή της αγωγής και αν ακόμη υπήρχε στην περιοχή δάσος. Με τα δεδομένα αυτά η αγωγή είναι ουσιαστικά αβάσιμη και έπρεπε να απορριφθεί...". Στη συνέχεια το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή του αναιρεσείοντος και απέρριψε την αγωγή αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι όπως έκρινε το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 57 εδ. α', 59, 932 του Α.Κ., 29 του ν.1650/1986, 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος, με ψευδή ερμηνεία της τελευταίας και εσφαλμένη μη εφαρμογή όλων αυτών των διατάξεων, μη υπάγοντας σ' αυτές ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις. Ειδικότερα: 1) Μολονότι δέχεται ότι η επίμαχη έκταση ήταν τμήμα δημόσιου δάσους, έστω και καταστραφέντος, θεωρεί στη συνέχεια ότι αυτό, λόγω της αποψιλώσεώς του, δεν φέρει δασικό (άρα και κοινόχρηστο) χαρακτήρα. 2) Ενώ δέχεται: α) ότι η επίδικη έκταση των 117 τ.μ., ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης 240 τ.μ., αποτελούσε προ του έτους 1972 δημόσιο πευκοδάσος, που καταστράφηκε προ του έτους 1990 από το δικαιοπάροχο (πωλητή) της αναιρεσίβλητης, ο οποίος το περιέφραξε, κατασκεύασε σε τμήμα της βόθρο και ισόγεια επ' αυτού οικοδομή, επί της οποίας η αναιρεσίβλητη, το έτος 1991 ανήγειρε, με την ... οικοδομική άδεια, πρώτο υπέρ το ισόγειο όροφο, δηλαδή περιστατικά υπαίτιας υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος από την αναιρεσίβλητη και β) ότι η κατοικία του αναιρεσείοντος κείται σε απόσταση χιλίων περίπου μέτρων από την ανωτέρω έκταση και αυτός επισκέπτετο άλλο, παρακείμενο ακίνητο, έστω και αν δεν προέκυψε η συχνότητα των επισκέψεών του, εντούτοις θεωρεί ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη τοπική σχέση του αναιρεσείοντος με το επίδικο κοινόχρηστο πράγμα (τμήμα δημόσιου δάσους), αξιώνοντας περαιτέρω ως όρο για την κατάφαση της προσβολής της προσωπικότητας του αναιρεσείοντος το στοιχείο της ουσιώδους χειροτερεύσεως της ποιότητας της ζωής του, ενώ αρκεί απλώς η λόγω της κατοικίας ή της γειτονικής ιδιοκτησίας του ματαίωση της δυνατότητας απολαύσεως των ωφελειών του κοινόχρηστου δημόσιου δάσους. Επομένως ο πρώτος από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ.).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 878/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
    Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος από δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2009.
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 2 Φεβρουαρίου 2010.
    Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ