23.4.14

ΟλΑΠ 18/1999: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ-ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ-ΑΓΩΓΗ ΚΑΚΟΔΙΚΙΑΣ


Προστασία καταναλωτή - Δικηγόροι - Παροχή δικηγορικών υπηρεσιών - Ευθύνη δικηγόρου - Ζημία εντολέως -. Η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών δεν υπάγεται στη ρύθμιση του Ν. 2251/1994 "περί προστασίας των καταναλωτών". Η ευθύνη των δικηγόρων για ζημία που προκλήθηκε κατά την παροχή των υπηρεσιών τους αποτελεί αντικείμενο της αγωγής κακοδικίας, που θεσπίζει το άρθρο 73 ΕισΚΠολΔ. Μη κατάργηση αυτού από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2251/1994. (Αντίθετη μειοψηφία εννέα μελών). Συνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 73 παρ. 1 -4 του ΕισΚΠολΔ. Μη αντίθεση αυτών στα άρθρρα 4 και 20 του Συντάγματος. (Αντίθετη μειοψηφία επτά μελών). Αντισυνταγματικότητα όμως της διατάξεως του άρθρου 73 παρ. 5 του ΕισΚΠολΔ, εξ αιτίας του χρονικού σημείου που ορίζει την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως της αγωγής κακοδικίας. Αντίκειται στο άρθρο 20 του Συντάγματος.


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Γεώργιο Βελλή και Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Αντιπροέδρους, Εμμανουήλ Χαριτάκη, Ιωάννη Μυγιάκη, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Αναστασιο Καραγεώργη, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Γεώργιο Κρασσά, Γεώργιο Νικολόπουλο, Ηλία Βλάσση, Εμμανουήλ Δαμάσκο, Παύλο Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Στυλιανό Μοσχολέα, Χρήστο Παληοκώστα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Λινό, Λουκά Λυμπερόπουλο, Λέανδρο Ρακιντζή και Ελευθέριο Τσακόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 20.5.1999, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Δημόπουλου και του Γραμματέα Γεωργίου Τυλιπάκη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου **
     Της αναιρεσιβλήτου: **
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 10.10.1995 και 25.6.1996 αγωγές που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10725/1997 του ιδίου Δικαστηρίου και 3337198 του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το ενάγον-αναιρεσείον με την από 18.1.1999 αίτησή του, την οποία έφεραν προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την 11/1999 κοινή πράξη ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επειδή με αυτή τίθεται νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής αρεοπαγίτης Ελευθέριος Τσακόπουλος διάβασε την από 10.5.1999 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά στο ακροατήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους, και ζήτησαν ο μεν του αναιρεσείοντος την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο δε της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
     Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους δικηγόρους, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 3337/98 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, νομίμως εισάγεται, σύμφωνα με τα άρθρα 63 παρ. 1, 2 περ. β', 3 του ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το ν. 1756/88, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, με το υπ' αριθμ. 11/1999 κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επειδή κρίθηκε ότι με αυτή τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 2251/1994 "περί προστασίας των καταναλωτών" εξαγγέλλεται η μέριμνα της Πολιτείας για τη διαφύλαξη της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και για την οργάνωση και λειτουργία του καταναλωτικού κινήματος. Στην παράγραφο 4β' ορίζεται ότι προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον κατά την έννοια της παρ. 4α του ίδιου άρθρου "καταναλωτή". Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 εδαφ. β' "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσίες στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας". Με τις παραγράφους 1, 3 και 4 του ίδιου άρθρου, η ευθύνη του ορίζεται ως νόθος αντικειμενική για κάθε ζημία που προκλήθηκε κατά την παροχή των υπηρεσιών του. Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 10 του ανωτέρω νόμου προβλέπουν την οργάνωση και λειτουργία ενώσεων καταναλωτών και τα μέσα προστασίας αυτών, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα θέση κατέχει η συλλογική αγωγή. Με τη διάταξη του άρθρου 11 θεσπίζεται διαδικασία για την εξώδικη επίλυση των διαφορών ανάμεσα σε προμηθευτές και καταναλωτές ή ενώσεις καταναλωτών, από επιτροπή φιλικού διακανονισμού που συνιστάται σε κάθε νομαρχία από τον αρμόδιο νομάρχη. Η επιτροπή αυτή είναι τριμελής και, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου, αποτελείται από: "α) ένα δικηγόρο..., β) έναν εκπρόσωπο του τοπικού εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου... και γ) έναν εκπρόσωπο των τοπικών ενώσεων καταναλωτών, που ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, από τα διοικητικά συμβούλια των ενώσεων. Οπου τέτοιες ενώσεις δεν υπάρχουν, στην επιτροπή συμμετέχει ως τρίτο μέλος εκπρόσωπος του τοπικού εργατικού κέντρου, που ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, από τη διοίκηση του κέντρου. Ο γραμματέας της επιτροπής ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, από το νομάρχη, μεταξύ των υπαλλήλων της υπηρεσίας εμπορίου της νομαρχίας". Πέραν των μέτρων αυτών, πou αποσκοπούν στη δικαστική και εξώδικη επίλυση των διαφορών μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών, η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του ν. 2251/94 προβλέπει επίσης τη δυνατότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων, ορίζοντας τα ακόλουθα: "Για κάθε παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου από προμηθευτές επιβάλλεται από τον Υπουργό Εμπορίου πρόστιμο από 500.000 μέχρι 20.000.000 δραχμές. Σε περίπτωση επανειλημμένης υποτροπής, ο Υπουργός Εμπορίου, μετά από γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτών, μπορεί να διατάξει τη διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή τμήματός της, για χρονικό διάστημα μέχρι ενός έτους". Τέλος, η παράγραφος 1 του ως άνω άρθρου 14 κατάργησε "και κάθε άλλη διάταξη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόμου αυτού ή αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13-19, 22, 26, 35, 38, 44, 47, 63, 92 και 201 παρ. 6 του ν.δ. 3026/54 "περί του Κώδικος των Δικηγόρων, συνάγεται ότι ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, που διορίζεται, κατόπιν διαγωνισμού, με προεδρικό διάταγμα στην έδρα ορισμένου πρωτοδικείου, ενώπιον του οποίου ομνύει τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου, πριν απ' την ανάληψη των καθηκόντων του. Προάγεται σε δικηγόρο παρ' Εφετείω και Αρείω Πάγω, ασκεί δε το λειτούργημά του χωρίς να υπόκειται "εις ουδεμίαν και καθ' οιονδηποτε τρόπον προηγουμένην άδειαν οιασδήποτε αρχής" (άρθρο 44). Υποχρεούται να αναδέχεται κάθε υπόθεση δεκτική υπερασπίσεως που του ανατίθεται, ακόμη και όταν η ανάθεση αυτή χωρεί εξ επαγγέλματος και άνευ αμοιβής, είτε από το δικαστήριο (άρθρο 47 παρ. 4), είτε από το Συμβούλιο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου (άρθρο 201 παρ. 6). Στην παράγραφο 1 του άρθρου 63 ορίζεται ότι "είναι ασυμβίβαστος προς το λειτούργημα του δικηγόρου η άσκησις ετέρας επιστήμης, τέχνης ή εμπορίου και ιδία μεσιτείας, ως και πάσα εν γένει εργασία, υπηρεσία ή απασχόλησις, απάδουσα εις την αξιοπρέπειαν και ανεξαρτησίαν αυτού". Στην παράγραφο 7 εδ. α' του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι συντρεχούσης περιπτώσεως ασυμβιβάστου τινός εκ των εν παρ. 1, 2 και 3 αναφερομένων, ο δικηγόρος οφείλει να παύση ασκών το λειτούργημα και δηλώση τούτο αμελλητί εις τον Δικηγορικόν Σύλλογον, προς διαγραφήν αυτού εκ του μητρώου". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι τα άρθρα 1 παρ. 4 περ. β' και 8 παρ. 2 εδαφ. β' του ν. 2251/1994 καθορίζουν με ευρύτητα την έννοια του παρέχοντος υπηρεσίες, αφού σ' αυτήν εμπίπτει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες κατά τρόπο ανεξάρτητο, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Η ρύθμιση όμως της συλλογικής προστασίας των καταναλωτών περιορίζει την ίδια έwοια. Ειδικότερα, η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος ανάγεται στην οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης και στην εμπέδωση της έννομης τάξης με παράλληλη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου. Για το λόγο αυτό, η μεν είσοδος στο δικηγορικό σώμα ακολουθεί το πρότυπο της εισόδου σε δημόσια υπηρεσία (διαγωνισμός, ορκωμοσία, προαγωγή), η δε άσκηση της δικηγορίας διέπεται από ειδικούς κανόνες (ασυμβίβαστα, πειθαρχική ευθύνη, εκπτώσεις, αμοιβές). Το σύστημα συλλογικής προστασίας των καταναλωτών που θεσπίζει ο νόμος 2251/1994, είτε με τη μορφή του φιλικού διακανονισμού των διαφορών από τις επιτροπές που συγκροτεί ο Νομάρχης, είτε με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων από τον Υπουργό Εμπορίου, είναι ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του δικηγόρου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών, εκτιμώμενη τόσο από την πλευρά των σκοπών που επιδιώκει ο νόμος περί προστασίας των καταναλωτών, όσο και από την άποψη της ειδικής φύσης του δικηγορικού λειτουργήματος, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 2251/94, από τον οποίο και δεν καταργήθηκε η ειδική για τους δικηγόρους ρύθμιση της ευθύνης τους κατά το άρθρο 73 του ΕισΝ.Κ.Πολ.Δ. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, με το να δεχθεί ότι η αγωγή αποζημιώσεως κατά δικηγόρου λόγω ζημίας που αυτός φέρεται ότι προκάλεσε κατά την παροχή των δικηγορικών του υπηρεσιών, υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 73 ΕισΝΚΠολΔ και ότι η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε από τα άρθρα 8 και 14 παρ. 1 του ν. 2251/94, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ., και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, είναι αβάσιμος. Εννέα όμως μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι ο Πρόεδρος Στέφανος Ματθίας, ο Αντιπρόεδρος Γεώργιος Βελλής και οι Αρεοπαγίτες Παύλος Μεϊδάνης, Αρχοντής Ντόβας, Στυλιανός Μοσχολέας, Χρήστος Παληοκώστας, Παναγιώτης Φιλιππόπουλος, Λουκάς Λυμπερόπουλος και Λέανδρος Ρακιντζής, έχουν τη γνώμη ότι από την αδιάστικτη διατύπωση των άρθρων 1 παρ. 4 περ. β' και 8 παρ. 2 εδ. β' του ν. 2251/94 προκύπτει ότι οι δικηγόροι εμπίπτουν στο ν. 2251/94, αφού παρέχουν υπηρεσίες κατά τρόπο ανεξάρτητο, στο πλαίσιο της άσκησης της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Η ιδιότητά τους ως δημοσίων λειτουργών αναφέρεται μόνο στην ενώπιον των δικαστηρίων και των αρχών εν γένει παράσταση κατά την άσκηση του έργου τους, όχι δε και στην εσωτερική με τους πελάτες τους σχέση, στα πλαίσια της οποίας είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, που παρέχουν υπηρεσίες υπό την ανωτέρω έννοια. Οσες δε από τις οργανωτικές ρυθμίσεις του νόμου αυτού δεν εναρμονίζονται προς την επαγγελματική κατάσταση των δικηγόρων, θα παραμείνουν, έναντι αυτών, ανεφάρμοστες.
Eπειδή, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος "οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου". Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια άτι ο νομοθέτης κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από ιδιαίτερους λόγους και μάλιστα κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Εξ άλλου η προβλεπόμενη από το άρθρο 73 παρ. 4 του ΕισΝ.ΚΠολΔ, αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρων επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια αυτών. Στις παραγράφους 1, 2 και 3 της ίδιας διάταξης, όπως η πρώτη από αυτές τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 693/77 "περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας" ορίζεται ακόμα ότι: Α) Η αγωγή, που συντάσσεται σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 216 εδάφιο 1 του ΚΠολΔ, πρέπει α) να περιέχει όλους τους λόγους, στους οποίους ο ενάγων στηρίζει την αγωγή κακοδικίας και β) να αναγράφει με ακρίβεια όλα τα αποδεικτικά μέσα, που ο ενάγων επικαλείται για να αποδείξει τους λόγους, διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα, Β) στην αγωγή επισυνάπτονται α) τα αποδεικτικά μέσα που ο ενάγων επικαλείται για να υποστηρίξει τους λόγους της αγωγής, σε πρωτότυπα ή επικυρωμένα αντίγραφα και β) ειδικό πληρεξούσιο στο δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, αλλιώς είναι απαράδεκτη, και Γ) δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων. Η διάταξη αυτή, ορίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις για την έγκυρη και παραδεκτή έγερση της αγωγής κακοδικίας κατά δικηγόρων και σύντομη αποκλειστική προθεσμία για την άσκησή της την υποβάλλει σε ρύθμιση διαφορετική από εκείνη, στην οποία υποβάλλεται η αγωγή αποζημίωσης κατά του εντολοδόχου (ΑΚ 714) και κατά του ενδοσυμβατικώς εν γένει, βάσει των άρθρων ΑΚ 330, 335 επ., 343 επ., 382 επ. ή εξωσυμβατικώς, βάσει του άρθρου ΑΚ 914, ευθυνομένου. Αυτή όμως η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, διότι δικαιολογείται από ιδιαίτερους λόγους και μάλιστα κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, ενόψει της ιδιότητας των δικηγόρων ως άμισθων δημοσίων λειτουργών (άρθρα 1 και 38 του ν.δ. 3026/54), προκειμένου αυτοί να ενεργούν ανεπηρέαστοι και απερίσπστοι κατά την άσκηση των καθηκόντων των, πράγμα που θα ήταν ανέφικτο αν η δικαστική καταδίωξη των δικηγόρων δεν περιοριζόταν στα αναγκαία πλαίσια, τόσο από την άποψη του βαθμού της υπαιτιότητας, όσο και από την άποψη των δικονομικών προϋποθέσεων ασκήσεως της αγωγής, η θέσπιση των οποίων, επομένως, δεν συνιστά προνομιακή μεταχείριση αυτών και δεν προσβάλλει τη συνταγματική αρχή της νομικής ισότητας των πολιτών. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, με το να καταλήξει, αν και συνεπτυγμένως, στο ίδιο πόρισμα, δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, ούτε παρά το νόμο κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση ή απαράδεκτο, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με το δεύτερο μέρος του πρώτου λόγου και με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, που αποδίδουν σε αυτήν πλημμέλειες εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 14 του Κ.ΠολΔ. ελέγχονται αβάσιμα και απορριπτέα. Πέντε όμως μέλη του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι ο Αντιπρόεδρος Γεώργιος Βελλής και οι Αρεοπαγίτες Αρχοντής Ντόβας, Παναγιώτης Φιλιππόπουλος, Λουκάς Λυμπερόπουλος και Λέανδρος Ρακιντζής, έχουν τη γνώμη ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 73 ΕισΝΚΠολΔ, είναι στο σύνολό της αντισυνταγματική, διότι εισάγει αδικαιολογήτως προνομιακή μεταχείριση των δικηγόρων έναντι των άλλων κατηγοριών ελεύθερων επαγγελματιών. Δύο μέλη επίσης, ήτοι ο Πρόεδρος Στέφανος Ματθίας και ο Αρεοπαγίτης Γρηγόριος Φιλιππάτος έχουν τη γνώμη ότι η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 73 ΕισΝΚΠολΔ, θεσπίζοντας εξαιρετικώς βραχεία αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αγωγής κακοδικίας κατά δικηγόρων, συνιστά κατά τούτο προνομιακή μεταχείριση αυτών έναντι των λοιπών πολιτών, η οποία δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, εντεύθεν δε αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος.
Επειδή, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Κατά τη σαφή έννοια της τελευταίας αυτής επιφυλάξεως, ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις για την άσκηση αγωγής και τη διεξαγωγή της δίκης, αυτές όμως δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων ισοδυναμούν με άμεση ή έμμεση κατάλυση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας. Τέτοιες προϋποθέσεις τάσσουν οι διατάξεις που ρυθμίζουν τον τύπο ή την άσκηση μιας διαδικαστικής πράξης, όπως είναι εκείνες των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 73 του ΕισΝΚΠολΔ, που καθορίζουν τα στοιχεία, τα οποία, επί ποινή ακυρότητας, πρέπει να περιέχει η αγωγή κακοδικίας (λόγους ευθύνης εναγομένου, επίκληση όλων των αποδεικτικών μέσων), καθώς και εκείνα τα οποία, με κύρωση απαράδεκτο, πρέπει να επισυνάπτονται σε αυτή (αποδεικτικά έγγραφα και ειδικό πληρεξούσιο προς τον υπογράφοντα την αγωγή δικηγόρο). Οι περιορισμοί όμως αυτοί καθώς και οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους δεν καταλύουν το δικαίωμα του ενάγοντος σε παροχή έννομης προστασίας, αλλ' αποβλέπουν απλώς στο να τον καταστήσουν προσεκτικό και να περιφρουρήσουν έτσι το γενικότερο συμφέρον που επιβάλλει την ασφαλή και ταχεία εκκαθάριση τέτοιων δικών. Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, που μέμφεται την προσβαλλομένη για πλημμέλειες εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 14 του ΚΠολΔ, στις οποίες υπέπεσε με το να δεχθεί ότι οι προϋποθέσεις που τάσσουν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 73 του ΕισΝΚΠολΔ δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εντεύθεν δε ότι η μη τήρησή τους συνεπάγεται κατά νόμο την ακυρότητα και το απαράδεκτο της αγωγής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Και ναι μεν δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο για τη διάταξη του άρθρου 73 παρ. 5 του ΚΠολΔ, η οποία, ορίζοντας ότι "δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων", τοποθετεί το εναρκτήριο σημείο της ανωτέρω αποκλειστικής προθεσμίας στο χρόνο τελέσεως της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και όχι σε αυτόν της γνώσεως από τον πελάτη της ζημίας και της πράξης ή παράλειψης του δικηγόρου από την οποία προκλήθηκε, με αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, να επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος πολύ πριν ο ζημιωθείς λάβει γνώση αυτού, πράγμα το οποίο αντίκειται στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, η αιτίαση όμως αυτή, που διαλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος του αυτού ως άνω τρίτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, καθόσον πλήττει επάλληλη αιτιολογία της αποφάσεως, η οποία επαρκώς στηρίζεται στην ακυρότητα και το απαράδεκτο της αγωγής, συνεπεία των λοιπών δικονομικών παραβάσεων. Τέσσαρα μέλη του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι ο Αντιπρόεδρος Ευάγγελος Κρουσταλάκης και οι Αρεοπαγίτες Ιωάννης Μυγιάκης, Θεόδωρος Πρασουλίδης και Εμμανουήλ Δαμάσκος, έχουν τη γνώμη ότι, εφόσον η κατά τα άνω διαπιστωθείσα αλυσιτέλεια συνιστά επαρκή λόγο για την απόρριψη της συγκεκριμένης αιτιάσεως, η κατάφαση της βασιμότητάς της ήταν περιττή.
     ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Aπορρίπτει την από 18.1.1999 αίτηση του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ** για αναίρεση της υπ' αριθμόν 3337/1998 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 1999 και
    δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουλίου 1999.