23.4.14

ΑΠ 147/2013 (Ποιν): ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ-ΧΡΗΣΗ ΠΛΑΣΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ-ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ


Υπεξαίρεση στην υπηρεσία - Παράβαση καθήκοντος - Χρήση πλαστού εγγράφου - Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία -. Κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία ο υπάλληλος λαμβάνει χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα με την υπαλληλική του ιδιότητα, όταν μεταξύ της λήψης και της υπαλληλικής ιδιότητάς του υπάρχει άμεση σχέση αιτιότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάλληλος λαμβάνει το πράγμα ή τα χρήματα στο πλαίσιο της υπαλληλικής του αρμοδιότητας, αλλά υπάρχει και εκεί, που μπορεί να μην έχει "in concreto" αρμοδιότητα, το πράγμα όμως δίνεται σ' αυτόν ως υπάλληλο. Επιπλέον για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, απαιτείται η χρησιμοποίηση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, με την έννοια ότι ο δράστης θα καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτο και θα δώσει σ' αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Είναι ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη των κατηγορούμενων, υπαλλήλων για χρήση πλαστού εγγράφου (κατά μεταβολή της κατηγορίας, από πλαστογραφία μετά χρήσης), για παράβαση καθήκοντος και για υπεξαίρεση στην υπηρεσία.




ΑΡΙΘΜΟΣ 147/2013 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Ξένο και Πάνο Πετρόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Θ. Σ. του Σ., κατοίκου ... Αττικής, που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Ραμποτά και 2) Κ. Ο. του Ν., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κουλούρη, περί αναιρέσεως της με αριθμό 4592/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Τζίμα.
    Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 22 Ιουνίου 2012 δύο χωριστές αιτήσεις τους οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 821/12.
    Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 22.6.2012 και 22.6.2012 (με αριθ. πρωτ. 4637/25.6.2012 και 4628/22.6.2012 αντιστοίχως) δηλώσεις - αιτήσεις των Θ. Σ. του Σ. και Κ. Ο. του Νικολάου, αντιστοίχως, για αναίρεση της υπ' αριθ. 4592/2012 καταδικαστικής αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
    Α. Επί της αιτήσεως του Θ. Σ.:
Κατά τη διάταξη της περ. α του άρθρου 258 του ΠΚ, υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ υπεξαιρέσεως, με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) Παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο. Κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του. β) Ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του ιδίου Κώδικα. Και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι' αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικώς απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη. Με την υπαλληλική ιδιότητα λαμβάνει ο υπάλληλος χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, όταν μεταξύ της λήψεως και της υπαλληλικής ιδιότητάς του υπάρχει άμεση σχέση αιτιότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάλληλος λαμβάνει το πράγμα ή τα χρήματα στο πλαίσιο της υπαλληλικής του αρμοδιότητας, αλλά υπάρχει και εκεί, που μπορεί να μην έχει "in concreto" αρμοδιότητα, το πράγμα όμως δίνεται σ' αυτόν ως υπάλληλο. Περαιτέρω από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση αυτού και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216 του ΠΚ. Από το συνδυασμό των αυτών διατάξεων προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσεως πλαστού εγγράφου, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η χρησιμοποίηση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, όταν δηλαδή ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτο και δώσει σ' αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος, υποκειμενικώς δε, δόλος, που συνίσταται στη ηθελημένη ενέργεια του δράστη και τη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο, περαιτέρω δε σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει κατά τον αυτόν τρόπο, όπως και ο πλαστογράφος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα Θωμά Στόικο, για χρήση πλαστού εγγράφου (κατά μεταβολή της κατηγορίας, από πλαστογραφία μετά χρήσεως) και για υπεξαίρεση στην υπηρεσία και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών για κάθε πράξη και συνολικά σε ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, εν σχέσει προς τον ανωτέρω αναιρεσείοντα, κατά λέξη, τα εξής: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Θ. Σ. είναι υπάλληλος του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. ... και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα υπηρετούσε ως ταμίας στο οικονομικό Τμήμα του Υποκαταστήματος αυτού. Στις 3.8.2004 φέρεται ότι εκδόθηκε από το Τμήμα Εσόδων του ιδίου Υποκαταστήματος η υπ' αριθμ. 3785/2004 απόφαση επιστροφής εισφορών λόγω πολλαπλής απασχολήσεως του ασφαλισμένου Ν. Κ. σε διάφορους εργοδότες. Η εν λόγω απόφαση ήταν πλαστή, όπως διαπιστώθηκε από τις διενεργηθείσες μεταγενέστερα ένορκες διοικητικές εξετάσεις, καθόσον ο αριθμός πρωτοκόλλου 3785 που είχε λάβει αφορούσε στην έκδοση στις 3.6.2004 άλλης νόμιμης αποφάσεως περί αναγνωρίσεως χρόνου ασφαλίσεως στην αλλοδαπή της ασφαλισμένης Φ. Χ., ο αναγραφόμενος αριθμός μητρώου ασφαλισμένου 899125 δεν ανήκε στον Ν. Κ., αλλά στην ασφαλισμένη Λ. Ν., ο ασφαλισμένος Ν. Κ. ήταν οικοδόμος και δεν είχε εργασθεί σε πολλές επιχειρήσεις, με συνέπεια να μη δικαιούται επιστροφή χρημάτων για την αιτία αυτή, η υπάλληλος Ε. Σ. που το όνομά της αναγράφεται δίπλα από την ένδειξη πληροφορίες ουδέποτε εξέδωσε τη σχετική απόφαση και τέλος η Διευθύντρια του Υποκαταστήματος αυτού Γ. Α., ουδέποτε υπέγραψε και σφράγισε την ως άνω απόφαση με την οποία φέρεται να επιστρέφεται στον άνω ασφαλισμένο Ν. Κ. το ποσό των 1.425,50 ευρώ. Επίσης στο σώμα της απόφασης αυτής δεν αναγράφονται οι εργοδότες στους οποίους απασχολήθηκε ο ασφαλισμένος, ούτε η διεύθυνση κατοικίας στην οποία του κοινοποιείται. Στη συνέχεια και προς εκτέλεσή της εκδόθηκε από τον υπάλληλο του οικονομικού Τμήματος Γ. Β., στον οποίο είχε διαβιβασθεί από τον κατηγορούμενο, η υπ' αριθμ. 1Β/286/461/11.8.2004 εντολή πληρωμής επ' ονόματι του φερομένου ως δικαιούχου Ν. Κ.. Η εντολή αυτή υπογράφηκε στην ένδειξη "Ο Προϊστάμενος" από τον κατηγορούμενο Θ. Σ. και στην ένδειξη "Ο Διευθυντής" από την Σ. Κ., καθόσον κατά την ημερομηνία εκδόσεώς της (11.8.2004) απουσίαζε με άδεια η Διευθύντρια του Υποκαταστήματος Γ. Α.. Κατά την ίδια ημερομηνία απουσίαζε με άδεια και η Προϊσταμένη τότε του Τμήματος Οικονομικού Ε. Σ., ο δε κατηγορούμενος μπορούσε να υπογράφει αντί της Προϊσταμένης του Τμήματός του, κατόπιν προφορικής εντολής της, όταν αυτή απουσίαζε, επειδή ήταν ο αρχαιότερος υπάλληλος του Τμήματος αυτού. Όπως όμως κατατέθηκε από τον ασφαλισμένο Ν. Κ., ουδέποτε είχε καταθέσει αίτηση στο Τμήμα Εσόδων για επιστροφή του άνω ποσού, ποτέ δεν έχει εισπράξει ούτε ο ίδιος, ούτε κάποιος άλλος κατ' εντολή του το παραπάνω χρηματικό ποσό της επιστροφής εισφορών. Τα στοιχεία του δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας που αναγράφτηκαν στην άνω εντολή πληρωμής κάτω από την ένδειξη "Ο ΛΑΒΩΝ" αντιστοιχούν στο δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, το οποίο είχε απωλέσει στις αρχές Αυγούστου 2004, όταν προσήλθε στο Υποκατάστημα ΙΚΑ ... για την καταβολή σ' αυτόν του αδειοδωρόσημου, το οποίο και εισέπραξε, χωρίς να παραλάβει και την ταυτότητά του, της οποίας είχε κάνει χρήση εκεί, έλλειψη την οποία αντιλήφθηκε μετά την επιστροφή του από τις διακοπές, τέλος Αυγούστου, καθόσον κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ πληρωμής του από το ΙΚΑ και επανόδου από τις διακοπές δεν παρέστη ανάγκη να την χρησιμοποιήσει και έτσι δεν αντιλήφθηκε την έλλειψή της. Σύμφωνα δε με τις καταθέσεις των μαρτύρων και το πόρισμα της ένορκης διοικητικής εξέτασης της Διευθύντριας του Υποκ/τος ΙΚΑ - ΕΤΑΜ Αμαρουσίου Μ. Μ., η διαδικασία που ετηρείτο στο Υποκ/μα ΙΚΑ ... σχετικά με την επιστροφή εισφορών ήταν η ακόλουθη: Μετά την υπογραφή της απόφασης επιστροφής εισφορών από το Διευθυντή η Γραμματεία του Τμήματος Εσόδων κοινοποιεί μία πρωτότυπη απόφαση στον ενδιαφερόμενο και δύο πρωτότυπες στο Οικονομικό Τμήμα του Υποκ/τος. Στη συνέχεια ο ταμίας καταχωρεί την απόφαση σε βιβλίο του Τμήματος κατά αλφαβητική σειρά και η απόφαση εκτελείται με την εμφάνιση του ενδιαφερομένου στο οικονομικό Τμήμα του Υποκαταστήματος, ο οποίος υποχρεούται να προσκομίσει και τη δική του πρωτότυπη απόφαση. Η διαδικασία δε που ακολουθείται για την εξόφληση είναι η εξής: Εκδίδεται ένταλμα πληρωμής με συνημμένη τη μία απόφαση του Οικονομικού Τμήματος, τα δύο δε αυτά έγγραφα τα κρατά ο ταμίας και μένουν στα ταμειακά παραστατικά, ενώ η δεύτερη πρωτότυπη απόφαση αρχειοθετείται στο κλασέρ του τμήματος. Ο αριθμός και η ημερομηνία εξόφλησης του γραμματίου καταχωρείται στις αποφάσεις του Υποκ/τος και στην απόφαση του ασφαλισμένου και ακόμη στο βιβλίο του Οικονομικού Τμήματος καταχωρείται η ημερομηνία εξόφλησης. Εξ αυτών συνάγεται ότι στην κατάρτιση της υπ' αριθμ. 3785/3.8.2004 πλαστής απόφασης του Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ ... περί επιστροφής εισφορών, λόγω πολλαπλής απασχόλησης του ασφαλισμένου Ν. Κ. σε διάφορους εργοδότες προέβη πρόσωπο που εργαζόταν στο Υποκατάστημα και είχε πρόσβαση στο χώρο του Οικονομικού Τμήματος, όπου βρίσκονταν οι φάκελλοι των προς διεκπεραίωση υποθέσεων. Έτσι, από κάποιο άτομο που δεν προέκυψε μετά βεβαιότητας ότι ήταν ο κατηγορούμενος Θ. Σ. καταρτίσθηκε εξ υπαρχής και ως προς όλα τα στοιχεία της η ως άνω απόφαση, με τη χρήση της οποίας στη συνέχεια εισέπραξε και ιδιοποιήθηκε ο κατηγορούμενος αυτός το αναγραφόμενο σ' αυτή ποσό των 1.425,50 ευρώ, εν γνώσει της πλαστότητάς της. Η κρίση δε αυτή ενισχύεται από τα ακόλουθα στοιχεία: Ο Ν. Κ. δεν είχε προσέλθει ποτέ να εισπράξει το εν λόγω ποσό στις 11.8.2004 που φέρεται ότι εισέπραξε, ούτε είχε δώσει πληρεξουσιότητα σε άλλον να το εισπράξει για λογαριασμό του, την οποία έπρεπε να είχε κρατήσει ο ταμίας μαζί με το ένταλμα πληρωμής, αλλά, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, είχε προσέλθει στις 3.8.2004 προκειμένου να εισπράξει το αδειοδωρόσημο, οπότε χωρίς να το αντιληφθεί απώλεσε το δελτίο αστυνομικής του ταυτότητας, η δε τελευταία συναλλαγή που είχε ήταν αυτή της εισπράξεως του αδειοδωροσήμου μετά τον έλεγχο της ταυτοπροσωπίας που έγινε από τον κατηγορούμενο ταμία. Ο ίδιος κατηγορούμενος εκτελούσε χρέη ταμία και στις 11.8.2004 που εισπράχθηκε το ποσό των 1.425,50 ευρώ, έχοντας στη διάθεσή του την αστυνομική ταυτότητα του Ν. Κ.. Κατά την ίδια ημερομηνία (11.8.2004) εκτελούσε ο κατηγορούμενος και χρέη προϊσταμένου του τμήματος λόγω αδείας της Προϊσταμένης Ε. Σ.. Ο προϊστάμενος δε του οικονομικού Τμήματος ήταν το πρόσωπο που διενεργούσε τον έλεγχο για τη διαπίστωση της συνδρομής των απαιτουμένων στοιχείων για την εγκυρότητα της απόφασης περί επιστροφής εισφορών (τυπική και ουσιαστική με τον έλεγχο των στοιχείων του ασφαλισμένου), έλεγχος, ο οποίος ήταν διασφαλισμένο ότι κατά την άνω ημερομηνία (11.8.2004) δεν θα διενεργείτο από άλλο πρόσωπο, η δε κατάθεση του Γ. Β. που εκδίδει την εντολή και υπογράφει πρώτος αυτός δεν είναι σαφής ως προς το πρόσωπο που την παρέλαβε μαζί με την απόφαση προκειμένου στη συνέχεια να πάει στο ταμείο για να πληρωθεί, και συγκεκριμένα ότι ήλθε πράγματι σε επαφή με τον ενδιαφερόμενο. Εκτός αυτού για την είσπραξη του ποσού αυτού δεν απαιτείτο φορολογική ενημερότητα λόγω του ύψους του, στοιχείο που διευκόλυνε την παράνομη είσπραξη. Επί πλέον στο πλαίσιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης που διενεργήθηκε από την Μ. Μ. που ανωτέρω αναφέρθηκε, διατάχθηκε η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τις υπογραφές που υπάρχουν στην άνω 1Β/286/461/11.8.2004 εντολή πληρωμής, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας η υπογραφή στη θέση με την ένδειξη "Ο ΛΑΒΩΝ" δεν μπορεί να αποδοθεί στον Ν. Κ. και ότι παρουσιάζει πολλές, και σημαντικές διαφορές σε βασικά γραφολογικά γνωρίσματα και στοιχεία από τις αντίστοιχες υπογραφές του προσώπου αυτού, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη θεμελιώνεται μεταξύ τους οποιαδήποτε αξιόπιστη γραφολογική σχέση. Στην εν λόγω εντολή στην ένδειξη "Ο ΤΑΜΙΑΣ" έχει υπογράψει και έθεσε την σφραγίδα του και ο κατηγορούμενος Θ. Σ., όπως δεν αμφισβητείται. Το ότι δε, σύμφωνα με την ίδια πραγματογνωμοσύνη η υπογραφή στην θέση "Ο ΛΑΒΩΝ" δεν μπορεί να αποδοθεί στον κατηγορούμενο αυτόν ή στον Γ. Β. ή σε κάποιον άλλο από τους υπαλλήλους του Τμήματος, επειδή δεν εντοπίσθηκαν τα γραφολογικά εκείνα γνωρίσματα και στοιχεία, τα οποία θα ήταν ικανά να τις συνδέσουν γραφολογικά κατά τρόπο αξιόπιστο, καθώς και το ότι από την διενεργηθείσα εργαστηριακή πραγματογνωμοσύνη στις 3 κεντρικές μονάδες ηλεκτρονικών υπολογιστών του Υποκ/τος, κατά την οποία τα πλαστά έγγραφα δεν ήταν αποθηκευμένα σε κάποιον από τους σκληρούς δίσκους, δεν αναιρούν τα παραπάνω αποδειχθέντα σχετικά με την ενοχή του πρώτου κατηγορούμενου, ο οποίος ουδεμία πειστική εξήγηση ανέφερε κατά την απολογία του, αρνούμενος τις κατηγορίες που του αποδίδονται. ’λλωστε τα παραπάνω περί της ενοχής του ενισχύονται και από την πειθαρχική διαδικασία, η οποία διενεργήθηκε και κρίθηκε ότι υπέπεσε σε πειθαρχικά παραπτώματα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106, 107 παρ. 1 εδ. β', στ' και 109 παρ. 2 εδ. β' και δ' του ν. 3528/2007 και του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή του προστίμου των 3 μηνών αποδοχών. Επομένως ο πρώτος κατηγορούμενος Θ. Σ. πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της χρήσεως πλαστού εγγράφου κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας και της υπεξαιρέσεως, όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό". Στη συνέχεια το Δικαστήριο με τις σκέψεις αυτές κήρυξε ένοχο τον ήδη αναιρεσείοντα για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις και ειδικότερα του ότι: "Α. Στη ... στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα: Α) Ο πρώτος κατηγορούμενος Θ. Σ. στη ... στις 11.8.2004 με πρόθεση έκανε χρήση πλαστού εγγράφου, εν γνώσει της πλαστότητάς του και συγκεκριμένα, όντας Ταμίας του Υποκ/τος ΙΚΑ ..., διαβίβασε στο Οικονομικό Τμήμα του εν λόγω Υποκ/τος την υπ' αριθμ. 3785/3.8.2004 πλαστή ως προς όλα τα στοιχεία της απόφασης του Διευθυντή του Υποκ/τος αυτού που αφορούσε σε επιστροφή εισφορών λόγω πολλαπλής απασχόλησης του ασφαλισμένου Ν. Κ. σε διάφορους εργοδότες. Στην απόφαση αυτή που καταρτίστηκε από άγνωστο άτομο απ' αρχής, τέθηκε ως αριθμός πρωτοκόλλου ο αριθμός "3785/04", ως αριθμός μητρώου ασφαλισμένου ο αριθμός "8991258", δίπλα από την ένδειξη πληροφορίες το ονοματεπώνυμο της υπαλλήλου "Ε. Σ.", ως ποσό επιστροφής το ποσό των 1.425,50 ευρώ (αριθμητικώς και ολογράφως), καθώς επίσης στρογγυλή σφραγίδα του ως άνω υποκαταστήματος ΙΚΑ και τέλος κατ' απομίμηση η υπογραφή της Διευθύντριας του Υποκ/τος ΙΚΑ, Γ. Α.. Η απόφαση αυτή ήταν πλαστή καθ' ολοκληρία, διότι ο ασφαλισμένος Ν. Κ. ουδέποτε υπέβαλε σχετική αίτηση στο τμήμα Εσόδων του ΙΚΑ αυτού, ο αναγραφόμενος αριθμός πρωτοκόλλου αφορούσε στην έκδοση στις 3.6.2004 άλλης νόμιμης απόφασης του ΙΚΑ περί αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης στην αλλοδαπή της ασφαλισμένης Φ. Χ., ο αναγραφόμενος αριθμός μητρώου ασφαλισμένου δεν ανήκε στον Ν. Κ., αλλά στην ασφαλισμένη Λ. Ν., ο ασφαλισμένος Ν. Κ. ήταν οικοδόμος και όχι εργαζόμενος σε πολλές επιχειρήσεις, η υπάλληλος Ε. Σ., ουδέποτε εξέδωσε τη σχετική απόφαση και τέλος η Διευθύντρια του Υποκ/τος ουδέποτε σφράγισε και υπέγραψε την άνω απόφαση. Στη διαβίβαση της απόφασης αυτής στο Οικονομικό Τμήμα του Υποκ/τος προέβη προκειμένου να πείσει τον υπάλληλο του Τμήματος αυτού Γ. Β. περί του αληθούς και έχοντος έννομες συνέπειες γεγονότος, ότι η ως άνω απόφαση ήταν γνήσια και είχε εκδοθεί για λογαριασμό του ασφαλισμένου και δικαιούχου Ν. Κ., ενώ ήταν πλαστή, στη συνέχεια δε βάσει αυτής εκδόθηκε από το οικονομικό Τμήμα η υπ' αριθμ. 1Β/286/461/11.8.2004 εντολή πληρωμής επ' ονόματι του φερομένου ως δήθεν δικαιούχου Ν. Κ.. Β) Ο ίδιος κατηγορούμενος Θ. Σ. στη ... στις 11.8.2004 όντας υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 εδάφιο α' Π.Κ. και συγκεκριμένα του Ι.Κ.Α., με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα που περιήλθαν στην κατοχή του λόγω της υπαλληλικής του ιδιότητας και συγκριμένα, όντας υπάλληλος του Υποκ/τος Ι.Κ.Α. ... και ασκώντας καθήκοντα κεντρικού ταμία και υπόλογου διαχειριστή μικρού ταμείου, αφού διαβίβασε την παραπάνω υπό στοιχείο Α' αναφερόμενη πλαστή απόφαση στο οικονομικό Τμήμα του Υποκ/τος και εκδόθηκε από τον υπάλληλο Γ. Β. η υπ' αριθμ. 1Β/286/461/11.8.2004 εντολή πληρωμής επ' ονόματι του φερομένου ως δικαιούχου Ν. Κ., δυνάμει της οποίας επιστρεφόταν το ποσό των 1.425,50 ευρώ, έλαβε στην κατοχή του το ποσό αυτό των 1.225,50 ευρώ, το οποίο ιδιοποιήθηκε παράνομα". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως οι παραδοχές του σκεπτικού συμπληρώνονται από αυτές του διατακτικού, διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ' αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που, κατά τα γενόμενα δεκτά από το Εφετείο, προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω αδικημάτων, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Δεν ήταν απαραίτητο για τη στοιχειοθέτηση, αντικειμενικώς και υποκειμενικώς, των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες το δικάσαν Εφετείο κήρυξε ένοχο τον ανωτέρω αναιρεσείοντα και προκειμένου να είναι σαφής και πλήρης η αιτιολογία της να διαλάβει στην απόφασή του παραδοχές για επί πλέον περιστατικά όπως παραπονείται ο αναιρεσείων ότι δεν ελέγχθηκαν ή ότι παραλείπεται ο προσδιορισμός των, ούτε περιέχει ασάφειες και λογικά κενά ή άλλες ελλείψεις που να καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο από τον ’ρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, παρά τα όσα αβασίμως περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο αναιρεσείων στους πρώτο και δεύτερο λόγους αναιρέσεως. Από τη μνεία, ειδικότερα, στην αρχή του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των εξετασθέντων ανωμοτί και ενόρκως μαρτύρων κατηγορίας και ενόρκως μαρτύρων υπερασπίσεως, τα αναγνωσθέντα έγγραφα, τα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και την απολογία των κατηγορουμένων προκύπτει αναμφιβόλως ότι το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε καθολική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και όχι σε επιλεκτική ορισμένων από αυτά. Επομένως, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του αυτού πρώτου λόγου, με τις οποίες, κατ' εκτίμηση, προβάλλεται η αντίθεση των επισημαινομένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τον ισχυρισμό ότι, στην πραγματικότητα, παρά την περί του αντιθέτου αναφορά στην απόφαση, δεν ελήφθησαν υπόψη τα ανωτέρω (επισημαινόμενα) αποδεικτικά μέσα, διότι, διαφορετικά, δεν δικαιολογείται το πόρισμα της αποφάσεως, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου και είναι απαράδεκτες. Η εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, την οποία πλήττουν ως εσφαλμένη οι αυτές αιτιάσεις, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας της αποφάσεως, δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Ως προς την αιτίαση, στον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ότι υφίσταται έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τον δόλο του αναιρεσείοντος, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί καθ' όσον η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε, στην προπαρατεθείσα αιτιολογία, ότι ναι μεν δεν απεδείχθη ότι ο αναιρεσείων Θ. Σ. ήταν ο πλαστογράφος, όμως δέχθηκε ότι απεδείχθη πως αυτός γνώριζε ότι η ως άνω απόφαση ήταν πλαστή και δη ότι καταρτίσθηκε εξ υπαρχής και ως προς όλα τα στοιχεία της από άλλον, η γνώση του δε αυτή αιτιολογείται επαρκώς από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως και ειδικότερα ότι αυτός προέβη στην διαβίβαση της πλαστής αποφάσεως στον υπάλληλο του οικονομικού τμήματος Γ. Β. και επέτυχε δια της παραπλανήσεως αυτού να εκδοθεί εντολή πληρωμής, την οποίαν ο ίδιος την υπέγραψε ως ελεγκτής - προϊστάμενος και την εκτέλεσε ως ταμίας με την χρήση του δελτίου αστυνομικής ταυτότητος του φερομένου ως δικαιούχου Ν. Κ., το οποίο αυτός γνώριζε ότι παρανόμως κατείχε, διότι, κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, είχε παραμείνει στα χέρια του από τις αρχές Αυγούστου 2004 όταν ο Ν. Κ. συνηλλάγη μαζί του για την είσπραξη αδειοδωροσήμου οπότε και δεν του απέδωσε το δελτίο αστυνομικής του ταυτότητος αλλά το κατακράτησε, Γνώριζε λοιπόν, κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, ότι είναι πλαστή η 3785/2004 απόφαση διότι ο αναιρεσείων με την χρήση του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας, βεβαίωσε ψευδώς ως ταμίας ότι παρέδωσε το ποσόν των 1425,50 ευρώ ιδιοχείρως εις τον Ν. Κ. ως αυτοπροσώπως παραστάντα, ενώ γνώριζε, εξ ιδίας αντιλήψεως, ότι αυτός ουδέποτε εμφανίσθηκε ενώπιον του, ούτε εισέπραξε το ποσόν αυτό, αλλά ούτε και τρίτος μπορούσε να χρησιμοποιήσει το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας του ανωτέρω (διότι το δελτίο αυτό το κατείχε για τον άνω λόγο ο αναιρεσείων), αλλά ούτε και τρίτος δια εξουσιοδοτικού εγγράφου ενεφανίσθη, διότι ως λαβών φέρεται όχι τρίτος εξουσιοδοτηθείς αλλά ο ίδιος ο φερόμενος ως δικαιούχος. Κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, ο κατηγορούμενος γνώριζε την πλαστότητα της άνω αποφάσεως και ότι ο φερόμενος ως δικαιούχος δεν εδικαιούτο να εισπράξει το άνω ποσόν δήθεν επιστροφής εισφορών και ότι ουδέποτε θα το αναζητούσε και με την ψευδή βεβαίωση ότι εμφανίσθηκε ενώπιόν του ο ίδιος ο δικαιούχος, εν γνώσει ότι δεν το δικαιούται, εισέπραξε και ιδιοποιήθηκε το αναγραφόμενο σ' αυτή ποσό των 1.425,50 ευρώ. Κατ' ακολουθίαν αυτών είναι αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' του ΚΠοινΔ. Από το άρθρο 141 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά, μεταξύ των οποίων και οι αιτήσεις των διαδίκων, υπόκεινται δε σε διόρθωση σύμφωνα με το άρθρο 145 παρ. 3 του ΚΠοινΔ. Επομένως, αιτήσεις του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Στην προκειμένη περίπτωση με αιτίαση περιλαμβανομένη στον πρώτο λόγο αναιρέσεως του ανωτέρω αναιρεσείοντος, πλήττεται ειδικότερα η αναιρεσιβαλλομένη και διότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψη του και την, κατά τους ισχυρισμούς του, κατ' αίτησή του αναγνωσθείσα, υπ' αριθ. 3799/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών δια της οποίας αυτός εκηρύχθη αθώος επί υποθέσεως με το αυτό modus operandi, για παρομοία πράξη μεταγενεστέρου χρόνου. Ο λόγος αυτός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, πρέπει να απορριφθεί διότι, προκύπτει από τα, παραδεκτώς επισκοπούμενα, πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης, ότι σε αυτά δεν εκτίθεται ότι ανεγνώσθη η υπ' αριθ. 3799/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ούτε ότι υπεβλήθη αίτημα αναγνώσεώς της.
    Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως του Θ. Σ..
    Β. Επί της αιτήσεως του Κ. Ο.:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ "Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, δράστης του οποίου είναι υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α και 263 Α του ιδίου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται με νόμο ή με διοικητική πράξη ή με ιδιαίτερες οδηγίες της προϊστάμενης αρχής, ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο το δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κρατικό οργανισμό ή σε κάποιον άλλον. Το έννομο αγαθό που προστατεύει η διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ και προσβάλλεται από την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται από αυτή είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και των κρατικών οργανισμών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι, με χρηστότητα και καθαρότητα. Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχομένη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνον αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων, που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών ή οργανισμών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ. Ως υπάλληλος κατά το άρθρο 13α του ΠΚ νοείται κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημοσίου δικαίου. Υπάλληλος κατά το άρθρο 263 Α του ΠΚ, είναι και ο υπάλληλος του ΙΚΑ, που είναι δημόσιος ασφαλιστικός οργανισμός ανήκων στο κράτος. Ο δόλος του δράστη συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παραβάσεως των υπηρεσιακών του καθηκόντων (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος). Σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης συντρέχει όταν ο δράστης επιδιώκει με την παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων να επιφέρει την παράνομη ωφέλεια ή τη βλάβη και συγχρόνως όταν η υπηρεσιακή παράβαση είναι αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει στην ωφέλεια ή τη βλάβη με τον συγκεκριμένο τρόπο που σχεδιάστηκε και τελέστηκε από το δράστη, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει την εν λόγω προσφορότητα. Τέτοια προσφορότητα υπάρχει όταν η ωφέλεια ή η βλάβη που επιδιώκει ο δράστης μπορεί να πραγματωθεί μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος ή και με την παράβαση αυτού. Για την ολοκλήρωση του εγκλήματος του άρθρου 259 του ΠΚ δεν απαιτείται να πραγματοποιηθεί η επιδιωκόμενη παράνομη ωφέλεια ή βλάβη, ενώ αν η παράβαση καθήκοντος έγινε για άλλο σκοπό ή με κανένα σκοπό ή η ωφέλεια ή η βλάβη επέρχεται ως συμπτωματική συνέπεια της παραβάσεως, τότε το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος δεν στοιχειοθετείται. Τέτοιο παράνομο όφελος κατά την έννοια του άρθρου 259 του ΠΚ είναι κάθε όφελος, το οποίο επιδιώκεται με την παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση καθήκοντος αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, το Α' Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε τον αναιρεσείοντα, Κ. Ο., ένοχο παραβάσεως καθήκοντος κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, ως προς τον εν λόγω αναιρεσείοντα κατά λέξη, τα εξής: "Β) Ο δεύτερος κατηγορούμενος Κ. Ο. κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν Προϊστάμενος Εσόδων του Υποκ/τος ΙΚΑ ..., η δε τρίτη κατηγορούμενη Α. Κ. ήταν υπάλληλος της Γραμματείας του ιδίου τμήματος. Στις 12.11.2004 το αθλητικό σωματείο με την επωνυμία "ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΔΕΞΑΜΕΝΗΣ" υπέβαλε μέσω του μέλους του Π. Κ., τέταρτου κατηγορούμενου την υπ' αριθ. 7484 αίτηση για ρύθμιση της οφειλής του σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3262/2004. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε εκπρόθεσμα, διότι η προθεσμία υποβολής είχε λήξει στις 29.10.2004. Παρά ταύτα όμως, σε φάκελο εξερχομένων που προοριζόταν για το Β' Ταμείο Είσπραξης Εσόδων, βρέθηκε στις 19.11.2004 και δεύτερη αίτηση για τη ρύθμιση της οφειλής του ως άνω σωματείου με διαφορετικό αριθμό πρωτοκ. ήτοι 6566/7.10.2004, ο οποίος όμως αντιστοιχούσε σε πρωτόκολλο άλλου εγγράφου, ήτοι αίτησης για καταλογισμό οφειλών λόγω λανθασμένων (μικρότερων) κρατήσεων σε υπάλληλο άλλης επιχειρήσεως, της εταιρείας "NOVARTIS A.E.B.E." Την ημέρα που είχε υποβληθεί η δεύτερη αίτηση του άνω σωματείου (12.11.2004) ο δεύτερος κατηγορούμενος Κ. Ο., προσήλθε στο γραφείο πρωτοκόλλου, ζήτησε από την υπάλληλο Ε. Ι. κάποιο αριθμό πρωτοκόλλου εντός του μηνός Οκτωβρίου, και του δόθηκε ο άνω αριθμός 6566/7.10.2004, ο οποίος όπως προαναφέρθηκε αντιστοιχούσε σε πρωτοκολληθέν έγγραφο της εταιρείας NOVARTIS, που αρχικά σβήσθηκε με διορθωτικό, αλλά μεταγενέστερα, όπως κατέθεσε η υπάλληλος Ε. Ι., όταν διαπίστωσε ότι "κάτι δεν πάει καλά" καταχώρησε πάλι την αρχική αίτηση της εταιρείας NOVARTIS. Τον αριθμό αυτόν 6566/7.10.2004 ο δεύτερος κατηγορούμενος έδωσε εντολή στην τρίτη κατηγορουμένη Α. Κ. να αναγράψει στη νέα αυτή αίτηση που προσκομίσθηκε από το αθλητικό σωματείο, για ρύθμιση, την οποία είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος (Κ. Ο.) ως Προϊστάμενος του Τμήματος Εσόδων με ημερομηνία 7.10.2004, ενώ η αναγραφείσα από το αθλητικό σωματείο ημερομηνία στην αίτηση αυτή, ως ημερομηνία υποβολής ήταν και πάλι μεταγενέστερη, ήτοι η 12.11.2004. Πράγματι η κατηγορουμένη Α. Κ. ανέγραψε καθ' υπόδειξή του επί της νέας αυτής αιτήσεως τον αριθμό 6566/7.10.2004, που όπως προελέχθη αφορούσε σε άλλη επιχείρηση, και στη συνέχεια την τοποθέτησε σε φάκελο που προοριζόταν για το Β' Ταμείο Είσπραξης. Το περιεχόμενο του φακέλου αυτού, όπως και την επικείμενη διαβίβασή του προς το Β' Ταμείο Είσπραξης αντιλήφθηκε τυχαία η υπάλληλος Ε. Ι. του άνω γραφείου Διοικητικού του Υποκ/τος, η οποία διέλαβε τη διαπίστωση αυτή σε υπηρεσιακό σημείωμά της προς την Διευθύντρια του Υποκ/τος. Ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά την απολογία του ισχυρίσθηκε ότι είχε λάβει γνώση των δύο ως άνω αιτήσεων που είχαν εισέλθει στο γραφείο του με ίδια ημερομηνία και διαφορετικούς αριθμούς πρωτοκόλλου και τηλεφώνησε αμέσως στην υπάλληλο του γραφείου που ήταν το πρωτόκολλο Ε. Ι., προκειμένου να του παράσχει διευκρινίσεις. Κατά το χρόνο δε που μιλούσε στο τηλέφωνο, είχε και κλήση στο κινητό του τηλέφωνο και ζήτησε από την τρίτη κατηγορούμενη να σημειώσει τον αριθμό που του υπαγόρευαν από το πρωτόκολλο και ότι διεκπεραίωσε τελικά την αίτηση με τον ορθό αριθμό πρωτοκόλλου, που αφορούσε ρύθμιση με βάση τις πάγιες διατάξεις και λόγω φόρτου εργασίας λησμόνησε να ακυρώσει την άλλη αίτηση. Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου δεν είναι πειστικοί εν όψει των όσων παραπάνω αποδείχθηκαν σχετικά με την υποβολή δύο αιτήσεων την ίδια ημερομηνία, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από τους δεύτερο και τρίτη κατηγορούμενους, επιβεβαιώθηκε δε και από τον κατηγορούμενο Π. Κ., ο οποίος στην απολογία του ανέφερε ότι μετά την υποβολή της πρώτης εκπροθέσμου αιτήσεως, τηλεφώνησαν από το ΙΚΑ και του ζήτησαν να υποβάλει νέα αίτηση, επικαλούμενοι δήθεν την εμφιλοχώρηση γραφειοκρατικού λάθους, ο οποίος πράγματι προσήλθε και πάλι στο Υποκατάστημα για τη σύνταξη νέας αιτήσεως, της επίμαχης, η οποία δεν έλαβε κανονικό αριθμό πρωτοκόλλου, όπως ανωτέρω περιγράφηκε. Ο δε δεύτερος κατηγορούμενος επέδειξε ενδιαφέρον για τον χαρακτηρισμό της αιτήσεως ως εμπρόθεσμης, διότι ενώ, όπως ισχυρίζεται βρέθηκαν στο φάκελο δύο αιτήσεις, του αυτού σωματείου με το αυτό αίτημα οι οποίες είχαν την ίδια ημερομηνία υποβολής (12.11.2004) και διαφορετικό αριθμό πρωτοκόλλου, εν τούτοις υπέγραψε στην επίμαχη που είχε προγενέστερη ημερομηνία, χωρίς να επεξηγεί γιατί προέβη σ' αυτή την ενέργεια και πώς δέχθηκε να του δώσουν αριθμό πρωτοκόλλου με προγενέστερη ημερομηνία από την ημερομηνία υποβολής της δεύτερης αιτήσεως. Εξ άλλου και ο ισχυρισμός του ότι ζήτησε διευκρινίσεις για τους δύο διαφορετικούς αριθμούς πρωτοκόλλου σε 2 όμοιες αιτήσεις έρχεται σε αντίφαση με τους παραπάνω ισχυρισμούς, διότι αν πράγματι είχε πρόθεση διευκρινίσεως, θα ερευνάτο ποιος ήταν ο ορθός αριθμός που είχε δοθεί και δεν θα οδηγούσε, όπως υποστηρίζει, σε αναγραφή ενός αριθμού πρωτοκόλλου που εκείνη την ώρα του ανακοινωνόταν για πρώτη φορά από την υπάλληλο του πρωτοκόλλου, σε κάθε δε περίπτωση έπρεπε το περιστατικό αυτό να αναφερθεί στην Διευθύντρια του Υποκ/τος, ενέργεια στην οποία δεν προέβη. Και ο κατηγορούμενος αυτός κρίθηκε από το Α' Υπηρεσιακό Συμβούλιο των Υπαλλήλων του ΙΚΑ κατά την πειθαρχική έρευνα της υποθέσεως ότι υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα και του επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή. Στην ενέργεια αυτή προέβη ο κατηγορούμενος Κ. Ο. με σκοπό να ωφεληθεί το αθλητικό σωματείο του οποίου, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, η αρχική αίτηση με αριθμό πρωτοκόλλου 7484/12.11.2004 ήταν εκπρόθεσμη και συνεπώς δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στις ευνοϊκές διατάξεις του ν. 3262/2004 σχετικά με τις οφειλές του, γι' αυτό και επινοήθηκε να τεθεί επί της δεύτερης επίσης εκπροθέσμου αιτήσεως του σωματείου αριθμός πρωτοκόλλου που είχε χορηγηθεί σε προγενέστερη αίτηση της επιχειρήσεως "NOVARTIS AEBE", είναι δε αδιάφορο αν επιτεύχθηκε η επιδιωκόμενη παράνομη ωφέλεια του σωματείου ή αν τελικά υπήχθη σε διατάξεις άλλου νόμου, η δε υπηρεσιακή παράβαση του δεύτερου κατηγορούμενου ήταν αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει στην εν λόγω ωφέλεια, αφού χωρίς την εκ προθέσεως παρέμβασή του, θα απορριπτόταν η αίτηση μετά βεβαιότητος ως εκπρόθεσμη, αποτέλεσμα το οποίο εγνώριζε ο κατηγορούμενος Κ. Ο. και με την ενέργειά του προσπάθησε να το αποτρέψει, γι' αυτό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σ' αυτόν πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος". Δέχθηκε δε περαιτέρω, ανελέγκτως, ως προς τον ίδιο αναιρεσείοντα και τα εξής: "Ως προς την δεύτερη πράξη επίσης της παράβασης καθήκοντος για την οποία κατηγορείται ο δεύτερος κατηγορούμενος Κ. Ο. αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 29.6.2004 υποβλήθηκε στο Υποκατάστημα του ΙΚΑ ... Αττικής η υπ' αριθμ. 4243/29.6.2004 καταγγελία του ασφαλισμένου Β. Ψ. κατά της επιχείρησης με την επωνυμία "Κ. Κ. και Σια Ο.Ε." για την ασφαλιστική του τακτοποίηση λόγω απασχόλησής του στην επιχείρηση αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2002 έως 14.2.2004 με την ειδικότητα του στιλβωτή επίπλων. Η έρευνα της βασιμότητας της εν λόγω καταγγελίας ανατέθηκε στον αρμόδιο υπάλληλο του Τμήματος Εσόδων - Ελεγκτή Θ. Π., ο οποίος την έκανε δεκτή στηριζόμενος στην από 30.9.2004 κατάθεση ενώπιόν του, του μάρτυρα Α. Π. που εργαζόταν κι αυτός στην ίδια επιχείρηση και τον είχε συστήσει ο Β. Ψ.. Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε στις 8.11.2004 βεβαιώθηκαν εισφορές για 360 ημέρες εργασίας της χρονικής περιόδου από 1.12.2002 έως 14.2.2004 και συντάχθηκαν η υπ' αριθμ. ... ΠΕΕ ποσού 9.135,57 ευρώ, η υπ' αριθμ. ... ΠΕΠΕΕ ποσού 2.740,67 ευρώ και η ... ΠΕΠΑΕ ποσού 1.000,00 ευρώ, οι οποίες βεβαιώθηκαν με τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση και διαβιβάσθηκαν στο Β' Ταμείο Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Οι καταλογιστικές πράξεις, επειδή διαβιβάζονται μέσα σ' ένα δεκαήμερο από τη λήξη του μήνα βεβαίωσης στο Β' Ταμείο Είσπραξης Εσόδων Ι.Κ.Α., θεωρούνται οριστικές, άσχετα από το γεγονός αν θα υποβληθεί ένσταση εκ μέρους του εργοδότη. Στη συνέχεια η εγκριτική έκθεση του υπαλλήλου Θ. Π. δόθηκε στον τότε Προϊστάμενο του τμήματος Εσόδων, δεύτερο κατηγορούμενο Κ. Ο. για επανέλεγχο, ο οποίος όμως δεν την υπέγραψε, αλλά καταχώρησε παρατήρηση "για πληρέστερο έλεγχο προκειμένου να αποδειχθεί βάσει πραγματικών στοιχείων η επικαλούμενη απασχόληση". Την αντίθετη αυτή κρίση ο ως άνω κατηγορούμενος είχε διατυπώσει αρχικά προφορικά και κατά τρόπο πιεστικό προς τον υπάλληλο Θ. Π., ο οποίος επέμενε ότι τα στοιχεία ήταν επαρκή για την παραδοχή της καταγγελίας και μετά την παρέλευση πέντε μηνών, λόγω της εμμονής του υπαλλήλου, διατύπωσε την άποψή του και εγγράφως με την ως άνω παρατήρηση επί της εκθέσεως ελέγχου και με την πρόσθετη επίσης παρατήρηση "αν δεν υπάρχουν στοιχεία να απορριφθεί". Ο ίδιος κατηγορούμενος αργότερα συνέχισε την έγγραφη παρατήρησή του επί της εκθέσεως ελέγχου προς τον Θ. Π. αναγράφοντας στην πίσω σελίδα αυτής ότι "Σε συνέχεια της επικοινωνίας στις 3.3.2005 για την καταγγελία του κ. Ψ., εάν δεν υπάρχουν δηλώσεις από Εφορία για δήλωση εισοδήματος, μαρτυρία του συναπασχολούμενου, τον οποίο είχε δηλώσει στην καταγγελία ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο στοιχείο το οποίο αποδεικνύει την απασχόληση να απορριφθεί". Πληρέστερος έλεγχος για την περίπτωση αυτή της καταγγελίας δεν έγινε ποτέ, όπως δεν αμφισβητείται ούτε προέκυψε από κάποιο έγγραφο, αλλά αντίθετα ο Θ. Π. μετά από υπόδειξη του δεύτερου κατηγορουμένου έσβησε με διορθωτικό υγρό (blanco) όλη την αρχική έκθεση ελέγχου ώστε να μη διακρίνεται τί είχε αναγράψει προηγουμένως και τροποποίησε την έκθεσή του γράφοντας επί λέξει: "Επειδή δεν διαπιστώθηκε από κανένα στοιχείο (π.χ. κάρτα πρόσληψης, κατάσταση επιθεώρησης εργασίας, απόδειξη πληρωμής) η απασχόληση του ανωτέρω καταγγέλλοντα ύστερα από τ' ανωτέρω εισηγούμαι την απόρριψή της υπ' αριθμ. 4243/29.6.2004 καταγγελίας για ουσιαστικούς και τυπικούς λόγους". Ακολούθως ο δεύτερος κατηγορούμενος, μολονότι ήταν παρούσα η Διευθύντρια του Υποκ/τος Γ. Α., στις 30.3.2005 εξέδωσε την υπ' αριθμ. 34/2005 κατάσταση διαγραφής οφειλής της επιχείρησης "Κ. Κ. & ΣΙΑ Ο.Ε." και την υπέγραψε χωρίς να την ενημερώσει για την ενέργειά του αυτή, άσχετα αν είχε προς τούτο αρμοδιότητα, δηλαδή για την έκδοση καταστάσεως διαγραφής. Η κατάσταση αυτή συντάχθηκε καθ' υπόδειξη του από την υπάλληλο Α. Κ. και αναφέρεται ως αιτιολογία της διαγραφής η υπ' αριθμ. 4243/2004 απόφαση Διευθυντού, η οποία όμως τότε (30.3.2005) δεν ήταν υπαρκτή με περιεχόμενο ακύρωσης καταλογιστικών πράξεων. Στη συνέχεια ο δεύτερος κατηγορούμενος διαβίβασε την κατάσταση αυτή στο Β' Ταμείο Είσπραξης Εσόδων με το υπ' αριθμ. 2322/30.5.2005 διαβιβαστικό χωρίς όμως να συνοδεύεται από την αντίστοιχη απόφαση της Διευθύντριας περί ακυρώσεως της οφειλής, όπως θα έπρεπε και ήταν υποχρεωμένος να κάμει. Πρέπει να σημειωθεί ότι η θητεία της Διευθύντριας Α. Γ. έληγε στις 3.4.2005. Εκ των υστέρων, στις 5.4.2005 δόθηκε από τη Γραμματεία στην αναπληρώτρια Διευθύντρια Σ. Κ. που ήταν Προϊσταμένη στο Τμήμα Συντάξεων του άνω Υποκ/τος για υπογραφή η απόφαση απορρίψεως της ανωτέρω καταγγελίας σε βάρος της εταιρείας "Κ. Κ. & ΣΙΑ Ο.Ε.", καθώς και η απόφαση ακύρωσης των καταλογιστικών πράξεων, οι οποίες φέρουν υπογραφή του δεύτερου κατηγορουμένου και ημερομηνία 1.4.2005. Η Σ. Κ. δεν υπέγραψε τις αποφάσεις, με το σκεπτικό ότι η απόφαση απόρριψης της καταγγελίας είναι αναιτιολόγητη, και επέστρεψε αυτές στο Τμήμα Εσόδων με ιδιόχειρο σημείωμα, της προκάλεσε δε εντύπωση το ότι δέχθηκαν μια καταγγελία και στη συνέχεια χωρίς την ύπαρξη νέων στοιχείων την απέρριψαν. Τελικά τις άνω αποφάσεις υπέγραψε η νέα Διευθύντρια του Υποκ/τος Π. Μ. στις 7.4.2005, η οποία είχε αναλάβει καθήκοντα στις 4.4.2005, χωρίς να ενημερωθεί με πληρότητα για την εξέλιξη του θέματος, και δη ότι μόνος του αποφάσισε σε θητεία άλλης Διευθύντριας να ακυρώσει τις καταλογιστικές πράξεις στις 30.3.2005 χωρίς τη συναίνεσή της και την έκδοση σχετικής απόφασης. Με όλες τις παραπάνω ενέργειές του, ήτοι τη μη υπογραφή της έκθεσης ελέγχου, την υπόδειξη διαγραφής του αρχικού κειμένου και μάλιστα με blanco παρά τη μη ύπαρξη νέων στοιχείων και την απόρριψη της καταγγελίας, την έκδοση της υπ' αριθ. 34/2005 κατάστασης διαγραφής χρεών με αιτιολογία την υπ' αριθμ. 4243/2004 απόφαση Διευθυντού, η οποία όμως δεν ήταν υπαρκτή στις 30.3.2005, οι οποίες αντέβαιναν στα καθήκοντα της υπηρεσίας του, ο δεύτερος κατηγορούμενος αποσκοπούσε στο να προσπορίσει παράνομο όφελος στην εταιρεία "Κ. Κ. & ΣΙΑ Ο.Ε." που συνίστατο στην ακύρωση και συνακόλουθα τη μη πληρωμή των άνω καταλογιστικών πράξεων, τις οποίες έσπευσε αμέσως να ακυρώσει, παρά την μη ύπαρξη σχετική απόφασης Διευθυντού, την οποία θεωρούσε, όπως ανέφερε καθόλου πειστικά στην απολογία του, δεδομένη. Η εμμονή του στην απόρριψη της καταγγελίας με την παρατήρηση της μη υπάρξεως δηλώσεων εισοδήματος προς την Εφορία, μαρτυρίες από συναπασχολούμενους ή άλλες έγγραφες αποδείξεις, δεν ήταν βάσιμη και τούτο διότι υπήρχε η μαρτυρία του συναπασχολούμενου Α. Π., ενώ οι δηλώσεις εισοδήματος θα προϋπέθεταν τη χορήγηση σχετικής βεβαιώσεως αποδοχών από τον εργοδότη για φορολογική χρήση, τις οποίες όμως δεν μπορούσε να του χορηγήσει αφού δεν τον είχε τακτοποιήσει ασφαλιστικά, ούτε εξάλλου αποδείξεις πληρωμής του χορηγούσε ενόψει της εκκρεμότητας αυτής. Το ότι δε ο υπάλληλος Θ. Π. δεχόταν πιέσεις για απόρριψη της καταγγελίας προκύπτει και από μαρτυρίες συναδέλφων τους, οι οποίοι είχαν λάβει γνώση των σχετικών συνομιλιών, όπως κατατέθηκε στο πλαίσιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης και δη η Γ. Μ., της οποίας το γραφείο ήταν δίπλα σ' εκείνο του Θ. Π., και οι Α. Γ. και Σ. Γ. των οποίων τη συμβουλή ως εμπειροτέρων ζήτησε επί του θέματος αυτού ο Θ. Π.. Την αντίθεσή του δε προς την άποψη του τελευταίου για αποδοχή της καταγγελίας μετ' επιμονής εξέφραζε προφορικά για ικανό χρονικό διάστημα (5 μήνες) ο κατηγορούμενος, παρότι ο υπάλληλος αυτός του επισήμανε ότι η καταγγελλομένη εταιρεία μπορούσε να προσφύγει, σε περίπτωση που δεν ήταν βάσιμη η καταγγελία, με ένστασή της στην αρμόδια Τ.Δ.Ε. του Ι.Κ.Α., επειδή δε δεν υπάκουσε ο ως άνω υπάλληλος εξέφρασε την αντίθεσή του και εγγράφως με την πρόφαση ότι απαιτούνταν περισσότερα στοιχεία για τον έλεγχο της βασιμότητας της καταγγελίας. Πέραν αυτών, ενισχυτικό στοιχείο της κρίσεως σχετικά με το δόλο του δεύτερου κατηγορουμένου για παράβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων του με σκοπό να ωφελήσει την ως άνω εταιρεία, στην περίπτωση αυτή είναι και το γεγονός ότι χορήγησε ασφαλιστική ενημερότητα στην επιχείρηση στις 7.12.2004, ενώ ακόμη οι καταλογιστικές πράξεις που είχαν εκδοθεί μετά την αρχική έκθεση ελέγχου του Θ. Π. ίσχυαν, και επί πλέον δεν είχε εκδοθεί απόφαση της Διευθύντριας του Υποκ/τος περί απόρριψης της καταγγελίας της διαγραφής των καταλογιστικών πράξεων. Στην πρώτη δε περίπτωση της χορήγησης ασφαλιστικής ενημερότητας ο δεύτερος κατηγορούμενος δεν είχε υπογράψει τα αντίγραφα των βεβαιώσεων που παραμένουν στο αρχείο της υπηρεσίας, παρότι είχε υπογράψει τα αντίγραφα που χορηγήθηκαν στον εργοδότη. Το ότι δε απορρίφθηκε η ένσταση του Β. Ψ., την οποία υπέβαλε κατά της άνω αποφάσεως που απέρριψε την καταγγελία του, δεν αναιρεί τα όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν σχετικά με το δόλο του κατηγορουμένου αυτού. ’λλωστε μεταξύ των τριών εισηγητών που πρότειναν προς την Τ.Δ.Ε. του Υποκαταστήματος ... την απόρριψη της ενστάσεως, ήταν και ο κατηγορούμενος. Ο Β. Ψ. δεν είχε εμφανισθεί στην Επιτροπή αυτή λόγω ασθενείας του. Οι υπηρεσιακές δε παραβάσεις του δεύτερου κατηγορουμένου ήταν αντικειμενικά πρόσφορες να οδηγήσουν στην παραπάνω ωφέλεια της επιχειρήσεως, αφού χωρίς την εκ προθέσεως παρέμβαση του θα είχε διαφορετικό αποτέλεσμα η καταγγελία, και η άνω επιχείρηση θα κατέβαλε τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές. Πρέπει επομένως ο δεύτερος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως παραβάσεως καθήκοντος κατ' εξακολούθηση, ήτοι τόσο για την προεκτεθείσα πράξη, όσο και για εκείνη που παραπάνω αναφέρθηκε με στοιχείο Β', όπως ειδικότερα καθορίζεται στο διατακτικό". Στη συνέχεια το Δικαστήριο με τις σκέψεις αυτές κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα αυτόν για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις και ειδικότερα του ότι: "Ο δεύτερος των κατηγορουμένων, ήτοι Κ. Ο. στη ... και στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, όντας υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 εδάφιο α' του ΠΚ με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με πρόθεση παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει σε άλλους παράνομο όφελος και ειδικότερα: Ι. Οι κατηγορούμενοι Κ. Ο. και Α. Κ., στη ... στις 12.11.2004, όντας υπάλληλοι του Υποκαταστήματος ΙΚΑ ..., ο μεν πρώτος ως προϊστάμενος του Τμήματος Εσόδων, παρέβησαν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σ' άλλον παράνομο όφελος και συγκεκριμένα, τελώντας εν γνώσει ότι το σωματείο με την επωνυμία "Αθλητικός Όμιλος Δεξαμενής Μεταμόρφωσης", νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Π. Κ., με ΑΜΕ: ..., στις 12.11.2004 υπέβαλε την υπ' αριθμ. 7484/12.11.2004 αίτηση για ρύθμιση οφειλής, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3262/2004, η οποία όμως ήταν εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι η προθεσμία για ρύθμιση είχε λήξει στις 29.10.2004, κατά παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας τους, δέχθηκαν ως εμπρόθεσμη την ως άνω αίτηση, του σωματείου "Αθλητικός Όμιλος Δεξαμενής Μεταμόρφωσης" στην οποία η δεύτερη κατηγορούμενη Α. Κ., κατ' εντολή του πρώτου κατηγορουμένου Κ. Ο., ανέγραψε επ' αυτής ως αριθμό πρωτοκόλλου τον αριθμό "6566/7.10.2004", ο οποίος όμως αριθμός αντιστοιχούσε σε πρωτόκολλο εγγράφου άλλης επιχείρησης και συγκεκριμένα αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Novartis (Hellas) A.E.B.E.", στη συνέχεια δε την τοποθέτησαν την εν λόγω αίτηση σε φάκελο που προοριζόταν για το Β' Ταμείο Είσπραξης του ως άνω Υποκαταστήματος του ΙΚΑ, στην ενέργεια δε αυτή προέβησαν με σκοπό να προσπορίσουν στο σωματείο "Αθλητικός Όμιλος Δεξαμενής Μεταμόρφωσης" παράνομο όφελος, που θα προέκυπτε από τη ρύθμιση των χρεών του, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3262/2004, ενώ η αίτηση του σωματείου, ως προαναφέρεται, ήταν και ως εκ τούτου είχε απολέσει το δικαίωμα ρύθμισης.
    ΙΙ. Στη ..., στις 30.3.2005 ο δεύτερος των κατηγορουμένων, Κ. Ο., έχοντας την ιδιότητα του προϊσταμένου του Τμήματος Εσόδων, παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος. Συγκεκριμένα, ενώ στις 29.6.2004 υποβλήθηκε η υπ' αριθμ. 4243/29.6.2004 καταγγελία του ασφαλισμένου Β. Ψ. κατά της εταιρίας - επιχείρησης με την επωνυμία "Κ. Κ. & ΣΙΑ Ο.Ε.", με ΑΜΕ ..., για απασχόληση του κατά τη χρονική περίοδο από 1.2.2002 έως 14.2.2004, με την ειδικότητα του στιλβωτή επίπλων, και η καταγγελία αυτή αρχικώς έγινε δεκτή από τον αρμόδιο υπάλληλο Θ. Π., ο οποίος είχε πραγματοποιήσει την έρευνα, ενώ επίσης συντάχθηκαν και α) η υπ' αριθμ. ... ΠΕΕ, ποσού εννέα χιλιάδων εκατόν τριάντα πέντε ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (9.135,57 ευρώ) β) η υπ' αριθμ. ... ΠΕΠΕΕ, ποσού δύο χιλιάδων επτακοσίων σαράντα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (2.740,67 ευρώ) και γ) η υπ' αριθμ. ... ΠΕΠΑΕ, ποσού χιλίων (1.000) ευρώ, οι οποίες βεβαιώθηκαν με τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση και διαβιβάστηκαν στο Β' Ταμείο Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ -ΕΤΑΜ, στη συνέχεια, όταν η εγκριτική έκθεση ελέγχου του άνω υπαλλήλου Θωμά στη ..., διαβιβάστηκε στον δεύτερο κατηγορούμενο, Κ. Ο., ως Προϊστάμενο του Τμήματος Εσόδων, για επανέλεγχο, αυτός δεν την υπέγραψε, αλλ' αρχικά ζήτησε από τον υπάλληλο - συντάκτη (Θ. Π.) να προβεί σε πληρέστερο έλεγχο, που όμως ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, και στη συνέχεια, κατά παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας του, υπέδειξε στον Θ. Π. να προβεί, και ο τελευταίος προέβη την 1.4.2005, σε διαγραφή με διορθωτικό υγρό (τύπου blanco) ολόκληρης της αρχικής έκθεσης ελέγχου και στην αναγραφή του κειμένου "επειδή δεν διαπιστώθηκε από κανένα στοιχείο (π.χ. κάρτα πρόσληψης, κατάσταση επιθεώρησης εργασίας, απόδειξη πληρωμής) η απασχόληση του ανωτέρω καταγγέλλονται ... ύστερα από τα ανωτέρω εισηγούμαι την απόρριψη της υπ' αριθμ. 4243/29.6.2004 καταγγελίας για ουσιαστικούς και τυπικούς λόγους", με αποτέλεσμα ο ίδιος (δηλαδή ο δεύτερος) κατηγορούμενος, Κ. Ο., να εκδώσει στις 30.5.2005, αν και ήταν παρούσα η Διευθύντρια του Υποκαταστήματος Γ. Α., αρμοδίως πάντως, την υπ' αριθμ. 34/2005 κατάσταση διαγραφής οφειλής της επιχείρησης "Κ. Κ. & ΣΙΑ Ο.Ε.", την οποία υπέγραψε αντ' αυτής και η οποία συντάχθηκε, κατόπιν υποδείξεως του, από την υπάλληλο Α. Κ. και στην οποία αναφερόταν ως αιτιολογία η υπ' αριθμ. 4243/2004 απόφαση Διευθυντού, που όμως στις 30.5.2005 δεν ήταν υπαρκτή, με περιεχόμενο ακύρωσης των ως άνω καταλογιστικών πράξεων".
    Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως οι παραδοχές του σκεπτικού συμπληρώνονται από αυτές του διατακτικού, διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά που, κατά τα γενόμενα δεκτά από το Εφετείο, προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω κατ' εξακολούθηση αδικήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ανωτέρω ουσιαστική ποινική διάταξη, την οποία σωστά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Δεν ήταν απαραίτητο για τη στοιχειοθέτηση, αντικειμενικώς και υποκειμενικώς, του άνω κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, για το οποίο το δικάσαν Εφετείο κήρυξε ένοχο τον δεύτερο αναιρεσείοντα και προκειμένου να είναι σαφής και πλήρης η αιτιολογία, να διαλάβει στην απόφασή του παραδοχές για επί πλέον περιστατικά όπως παραπονείται ο αναιρεσείων ότι δεν ελέγχθηκαν ή ότι παραλείπεται ο προσδιορισμός των, ούτε περιέχει ασάφειες και λογικά κενά ή άλλες ελλείψεις που να καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο από τον ’ρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, παρά τα όσα αβασίμως περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο αναιρεσείων στους λόγους αναιρέσεως. Από τη μνεία, ειδικότερα, στην αρχή του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των εξετασθέντων ανωμοτί και ενόρκως μαρτύρων κατηγορίας και ενόρκως μαρτύρων υπερασπίσεως, τα αναγνωσθέντα έγγραφα, τα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και την απολογία των κατηγορουμένων προκύπτει αναμφιβόλως ότι το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε καθολική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και όχι σε επιλεκτική ορισμένων από αυτά. Επομένως, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του πρώτου αλλά και του δευτέρου λόγων, με τις οποίες, κατ' εκτίμηση, προβάλλεται η αντίθεση των επισημαινομένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τον ισχυρισμό ότι, στην πραγματικότητα, παρά την περί του αντιθέτου αναφορά στην απόφαση, δεν ελήφθησαν υπόψη τα ανωτέρω (επισημαινόμενα) αποδεικτικά μέσα, διότι, διαφορετικά, δεν δικαιολογείται το πόρισμα της αποφάσεως, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου και είναι απαράδεκτες. Η εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, την οποία πλήττουν ως εσφαλμένη οι αυτές αιτιάσεις, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας της αποφάσεως, δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Ως προς την αιτίαση ότι υφίσταται έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τον δόλο του αναιρεσείοντος, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί καθ' όσον η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων "με πρόθεση παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του, με σκοπό να προσπορίσει σε άλλους παράνομο όφελος" και δη στο σωματείο με την επωνυμία "Αθλητικός Όμιλος Δεξαμενής Μεταμόρφωσης" και στην εταιρεία με την επωνυμία "Κ. Κ. & ΣΙΑ Ο.Ε." προσδιορίζοντας το παράνομο όφελός τους στην πρώτη περίπτωση ως το όφελος, που θα προέκυπτε στο σωματείο με την επωνυμία "Αθλητικός Όμιλος Δεξαμενής Μεταμόρφωσης" από τη ρύθμιση των χρεών του, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3262/2004, ενώ η αίτηση του ήταν εκπρόθεσμη και ως εκ τούτου είχε απολέσει το δικαίωμα ρυθμίσεως και στην δεύτερη περίπτωση στην διαγραφή οφειλών της εταιρείας με την επωνυμία "Κ. Κ. & ΣΙΑ Ο.Ε." α) ποσού εννέα χιλιάδων εκατόν τριάντα πέντε ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (9.135,57 ευρώ) βάσει της υπ' αριθμ. ... ΠΕΕ, β) ποσού δύο χιλιάδων επτακοσίων σαράντα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (2.740,67 ευρώ), βάσει της υπ' αριθμ. ... ΠΕΠΕΕ, και γ) ποσού χιλίων (1.000) ευρώ, βάσει της υπ' αριθμ. ... ΠΕΠΑΕ. Κατ' ακολουθίαν αυτών είναι αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' του ΚΠοινΔ και πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση αναιρέσεως του Κ. Ο..
    Κατά συνέπεια, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και να επιβληθούν σε αμφοτέρους τους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα και η δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ και 183, 176 του ΚΠολΔ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 22.6.2012 και 22.6.2012 (με αριθ. πρωτ. 4637/25.6.2012 και 4628/22.6.2012 αντιστοίχως) δηλώσεις - αιτήσεις αναιρέσεως των Θ. Σ. και Κ. Ο., αντιστοίχως, κατά της υπ' αριθ. 4592/2012 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών Και
    Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος από διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2013. Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Ιανουαρίου 2013.
    Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ