23.4.14

ΑΠ 141/2014: ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ-ΒΙΒΛΙΑΡΙΟ ΥΓΕΙΑΣ-ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ


Εργατικές διαφορές - Βιβλιάριο υγείας - Επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος - Ακυρότητα σύμβασης - Πλήρης απασχόληση -. Απόρριψη αναιρετικού λόγου από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του επαρκείς αιτιολογίες ως προς την φύση της σχέσης εργασίας της αναιρεσίβλητης ως «μη μερικής», δηλ. ως πλήρους απασχόλησης και διατύπωσε συναφώς σαφές αποδεικτικό πόρισμα και δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθ. 38 § 1 ν.1892/1990, που αφορούν τις προϋποθέσεις έγκυρης σύναψης σύμβασης μερικής απασχόλησης, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες και δεν εφαρμόσθηκαν.


Αριθμός 141/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

B1' Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
    Του αναιρεσείοντος: Κ. Τ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Κοτέα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
    Της αναιρεσίβλητης: Ε. Δ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευανθία Κουλούκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από με αριθμ. καταθ. 327/16-1-2004 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 229/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 788/2007 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 13-5-2009 αίτησή του.
    Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε την από 19-3-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
    ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με το άρθ.559 αρ. 11γ' Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει με την απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς να γίνεται μνεία και χωριστή αξιολόγηση του κάθε ενός από αυτά στην απόφαση, εκτός αν, παρά την βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης και ιδίως από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αμφιβολίες για την συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων. Στην προκειμένη περίπτωση από την περιεχομένη στην προσβαλλομένη 788/2007 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς απόφαση βεβαίωση ότι το δικαστήριο προς σχηματισμό του ενγένει αποδεικτικού πορίσματός του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τ' αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται σε αυτή, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα, τα οποία επικαλέσθηκαν νομίμως και προσκόμισαν οι διάδικοι σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, για την επί της ουσίας κρίση του, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, μεταξύ άλλων, και όλα τα προσκομισθέντα ενώπιον αυτού από τον αναιρεσείοντα έγγραφα, μεταξύ δε αυτών και τ' αναφερόμενα (και πάντως μη προσκομοζόμενα) στον συναφή περί του αντιθέτου πρώτο λόγο αναίρεσης από την ως άνω διάταξη, ο οποίος, επομένως, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος.
    ΙΙ. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ως άνω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93§3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Tο κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες, ενώ ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώθηκε σαφώς, δεν συνιστούν ανεπάρκεια αιτιολογιών. Δηλ. μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Πειραιώς, κρίνοντας επί αγωγής της ήδη αναιρεσίβλητης κατά του τώρα αναιρεσείοντος με αντικείμενο αξιώσεις από σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με την ως άνω αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του και όπως απ' αυτήν προκύπτει δέχθηκε, ότι η ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) προσλήφθηκε από τον εναγόμενο (αναιρεσείοντα) την 20-6-1995 με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθεί ως "μπουφετζού Α" στο εστιατόριο πολυτελείας (ψαροταβέρνα) αυτού που βρίσκεται στον Πειραιά, στο οποίο εργάσθηκε συνεχώς μέχρι την 28-2-2003, όταν αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της, ότι η ενάγουσα δεν απέκτησε ποτέ βιβλιάριο υγείας που ήταν υποχρεωμένη να κατέχει, λόγω της επιχείρησης του εναγομένου ως υγειονομικού ενδιαφέροντος και της ειδικότητας της ενάγουσας, και κατά συνέπεια η σύμβαση εργασίας της ήταν άκυρη και συνδεόταν με τον εναγόμενο με απλή σχέση εργασίας, ότι η ενάγουσα με την παραπάνω ιδιότητά της εργάσθηκε στην επιχείρηση του εναγομένου όλες τις Κυριακές από 1-1-1999 έως 28-2-2003, εκτός από το χρονικό διάστημα από 5-1-2002 μέχρι 14-2-2002 που απουσίαζε για λόγους υγείας, χωρίς να λάβει προσαύξηση 75% λόγω της εργασίας της κατά την Κυριακή, δικαιουμένη για την αιτία αυτή τ' αναφερόμενα εκεί ποσά, καθώς και επιδόματα εορτών των ετών 1999-2002 (και αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2003) και αποδοχές και επίδομα αδείας για το ίδιο χρονικό διάστημα (1999-2002), όπως, επίσης, πλήρεις αποδοχές και επίδομα για μη ληφθείσα, λόγω της ως άνω λύσης της σχέσης εργασίας της, άδεια του έτους 2003, και ότι η μη μερική απασχόληση της ενάγουσας προκύπτει από την προσκομισθείσα από τον εναγόμενο από 9-11-1998 αναγγελία πρόσληψής της προς τον ΟΑΕΔ, στην οποία ερωτώμενος ο εναγόμενος "αν θα απασχολήσει την ενάγουσα με μερική απασχόληση" απαντά με "όχι" και όχι με "ναι", με βάση δε τα γενόμενα ως άνω δεκτά απέρριψε σχετικό λόγο της αντέφεσης του αναιρεσείοντος εναγομένου και στην συνέχεια δέχθηκε ενμέρει κατ' ουσίαν την αγωγή της αναιρεσίβλητης. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, που διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του επαρκείς αιτιολογίες ως προς την φύση της σχέσης εργασίας της αναιρεσίβλητης ως "μη μερικής", δηλ. ως πλήρους απασχόλησης και διατύπωσε συναφώς σαφές αποδεικτικό πόρισμα, δεν παραβίασεν εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθ. 38§1 ν.1892/1990 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 2 ν. 2369/1998), που αφορούν τις προϋποθέσεις έγκυρης σύναψης σύμβασης μερικής απασχόλησης, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες και δεν εφαρμόσθηκαν, αφού το δικαστήριο της ουσίας δεν δέχθηκε ότι καταρτίσθηκε στην κρινομένη περίπτωση τέτοια σύμβαση. Επομένως πρέπει ν' απορριφθεί ο περί του αντιθέτου δεύτερος (και τελευταίος) λόγος της κρινόμενης αίτησης από το άρθ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ. και η ένδικη αίτηση στο σύνολό της, μη καταδικασθεί, όμως, ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης λόγω μη υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους αυτής (άρθ. 191§2 ΚΠολΔ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-5-2009 αίτηση του Κ. Ι. Τ. για αναίρεση της 788/2007 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2013.
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 2014.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ