16.1.14

ΣτΕ 3302/2013: Μονομερής τροποποίηση από τη Διοίκηση τιμών ναύλων οικονομικής θέσεως στις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες

Με την ΣτΕ 3302/2013 απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως ναυτιλιακής εταιρείας κατά πράξεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, με την οποία έγινε δεκτή δήλωσή της περί δρομολογήσεως πλοίου της, κατόπιν τροποποιήσεως, όμως, από τη Διοίκηση του δηλωθέντος από αυτήν πίνακα ναύλων, κατά το μέρος που περιελάμβανε τιμές υψηλότερες των επιτρεπομένων.

Με την απόφαση αυτή, εκδοθείσα μετά την 2926/2007 προδικαστική απόφαση και τις απαντήσεις του Δ.Ε.Κ. στα προδικαστικά ερωτήματα που διατυπώθηκαν με τις ΣτΕ 1387/2005 και 3267/2008, 4291/2009 και 4292/2009 αποφάσεις (βλ. από 28.9.2006 διάταξη του Δ.Ε.Κ. «Ένωση Εφοπλιστών Ακτοπλοΐας κ.λπ.»., όπως και αποφάσεις της 22.4.2010, C – 122/09, «Ένωση Εφοπλιστών Ακτοπλοΐας κ.λπ.» και της 17.3.2011, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C – 128/10 και C – 129/10, «Ναυτιλιακή Εταιρεία Θάσου Α.Ε.» και «Αμάλθεια Ι Ναυτική Εταιρεία»), απερρίφθησαν οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβαλλόταν α) ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στο άρθρο τέταρτο παρ. 4 του ν. 2932/2001, διότι η διάταξη αυτή παραβιάζει το άρθρο 4 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92, β) ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε χωρίς ειδική αιτιολογία και, πάντως, αναρμοδίως κατά χρόνο, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου τέταρτου παρ. 3 και 4 του Ν. 2932/2001 και του άρθρου 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και γ) ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης κλονίζεται εκ του ότι η διάταξη του άρθρου δεύτερου παρ. 6 του ν. 2932/2001, βάσει της οποίας θεσπίσθηκε εκ των προτέρων ναυλολόγιο για όλες τις συνδέσεις των λιμένων, αντίκειται στον Κανονισμό (ΕΟΚ) 3577/92. Το Δικαστήριο δέχθηκε, συγκεκριμένα, ότι από τις ρυθμίσεις του Ν. 2932/2001 «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές κ.λπ.», των περί θεσπίσεως ναυλολογίου υπουργικών αποφάσεων και του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92 του Συμβουλίου που διέπει τις θαλάσσιες ενδομεταφορές συνάγονται τα εξής: Α) Ο ν. 2932/2001 παρέσχε στη Διοίκηση τη δυνατότητα να καθορίζει τις τιμές των ναύλων της ακτοπλοΐας είτε με κανονιστική υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου δεύτερου παρ. 6 και θεσπίζει ναυλολόγιο, είτε με ατομική πράξη που εκδίδεται κατά το άρθρο τέταρτο παρ. 1 και 4 και τροποποιεί τις τιμές των ναύλων που προτείνονται από τον πλοιοκτήτη με τη δήλωση δρομολογήσεως του πλοίου. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η Διοίκηση επιβάλλει υποχρέωση δημοσίας υπηρεσίας στους πλοιοκτήτες, ήτοι υποχρέωση που δεν θα ανελάμβαναν με αποκλειστικό γνώμονα τα εμπορικά τους συμφέροντα. Η επιβολή αυτής της υποχρεώσεως είναι επιτρεπτή υπό προϋποθέσεις, διότι πρέπει σε κάθε περίπτωση, υπό το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές που καθιερώνει ο ν. 2932/2001, να γίνεται με κριτήριο την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος χωρίς υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου και χωρίς να δημιουργούνται διακρίσεις μεταξύ των πλοιοκτητών. Β) Με τις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις θεσπίσθηκε ναυλολόγιο για τις συνδέσεις των λιμένων στις γραμμές του δικτύου των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, το οποίο στη συνέχεια (μετά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο) διατηρήθηκε μόνο στις συνδέσεις λιμένων με σχετικά μικρή κίνηση επιβατών. Γ) Ο ν. 2932/2001 όρισε .. ως χρόνο ενάρξεως της ισχύος του, την 1η Νοεμβρίου 2002. Όπως, όμως, προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του νόμου, κατά την σύνταξη των άρθρων του ελήφθη πρόνοια, ώστε οι διατάξεις του να είναι συμβατές με τον Κανονισμό (ΕΟΚ) 3577/92, ο οποίος επρόκειτο να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα από 1.1.2004. Ειδικότερα, ως προς την έννοια της επιβολής υποχρεώσεως δημοσίας υπηρεσίας και τον συσχετισμό της με τις τιμές των ναύλων, επισημαίνεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου ότι και οι διατάξεις του Κανονισμού (βλ. άρθρο 4 παρ. 2) επιτρέπουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν, υπό προϋποθέσεις, στους πλοιοκτήτες υποχρέωση παροχής δημοσίας υπηρεσίας σε σχέση και με τα «κόμιστρα». Εξ άλλου, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Δ.Ε.Ε.), επιληφθέν προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 4291/2009, το οποίο (ερώτημα) αφορά την επί τη βάσει των διατάξεων των άρθρων δεύτερου παρ. 6 και τέταρτου παρ. 4 του ν. 2932/2001 επιβολή, με ατομική πράξη, υποχρεώσεως δημοσίας υπηρεσίας συνισταμένης στην τροποποίηση δηλωθέντος από πλοιοκτήτη ωραρίου δρομολογίου, έκρινε με την [ως άνω] απόφαση της 17.3.2011, C – 128/10 και C – 129/10 .. ότι η επιβολή της εν λόγω υποχρεώσεως είναι, κατ’ αρχήν, συμβατή με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92, ερμηνευόμενες σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και της μη προκλήσεως δυσμενών διακρίσεων, καθ’ όσον οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν την επιβολή στους πλοιοκτήτες υποχρεώσεως δημοσίας υπηρεσίας προκειμένου να είναι, εκτός των άλλων, τακτική, συνεχής και συχνή η παροχή των υπηρεσιών τους, υπό την προϋπόθεση ότι η επιβολή αυτής της υποχρεώσεως περιορίζεται στο αναγκαίο (για την εξασφάλιση της συνέχειας και συχνότητας των δρομολογίων) μέτρο και γίνεται επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις για τους πλοιοκτήτες και είναι εκ των προτέρων γνωστά (βλ. ιδίως τις σκέψεις 52 – 62). Δ) Προδήλως, τα αυτά ισχύουν και στην περίπτωση της, κατ’ αρχήν, επιτρεπτής κατά τον Κανονισμό (ΕΟΚ) 3577/92 επιβολής στους πλοιοκτήτες υποχρεώσεως παροχής δημοσίας υπηρεσίας σε σχέση με τα «κόμιστρα» (ναύλους), ήτοι πρέπει και αυτή η υποχρέωση να επιβάλλεται με κριτήριο την εξυπηρέτηση του (σχετικού με τις τιμές των ναύλων) δημοσίου συμφέροντος χωρίς υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου και χωρίς δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των πλοιοκτητών. Ειδικότερα, η υπουργική απόφαση περί καθορισμού ανωτάτης επιτρεπομένης τιμής ναύλου σε σύνδεση ή συνδέσεις από και προς νησιωτικούς λιμένες και μεταξύ τους, η οποία συνιστά επιβολή παροχής υποχρεώσεως δημοσίας υπηρεσίας κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92 και του ν. 2932/2001, έχει κανονιστικό χαρακτήρα .. Η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου δεύτερου παρ. 6 του ως άνω νόμου δεν επιβάλλει να εκδίδεται ιδιαίτερη υπουργική απόφαση, με το ως άνω περιεχόμενο, για κάθε σύνδεση λιμένων ή για τις συνδέσεις των λιμένων μιας μόνον δρομολογιακής γραμμής, αλλά επιτρέπει να συγκεντρώνονται στο κείμενο μιας υπουργικής αποφάσεως (ναυλολόγιο) οι ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές ναύλων για όλες τις συνδέσεις των λιμένων που περιλαμβάνονται στο δίκτυο των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, για τις οποίες η Διοίκηση κρίνει ότι η επιβολή της ως άνω υποχρεώσεως δημοσίας υπηρεσίας είναι επιβεβλημένη για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Στην αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή δεν οδηγεί η αναφορά της εξουσιοδοτικής διατάξεως σε «ορισμένη ή ορισμένες γραμμές», διότι με αυτήν ο νομοθέτης αξιώνει μόνον να είναι με απόλυτη σαφήνεια προσδιορισμένες οι δρομολογιακές γραμμές, στις οποίες επιβάλλεται από τη Διοίκηση (κανονιστικώς ή ατομικώς δρώσα) υποχρέωση παροχής δημοσίας υπηρεσίας. Ε) Περαιτέρω, εάν οι τιμές των ναύλων που αναφέρονται στη δήλωση του πλοιοκτήτη για τη δρομολόγηση πλοίου υπερβαίνουν τις ανώτατες επιτρεπόμενες κατά το ναυλολόγιο, συντρέχει κατ’ αρχήν νόμιμος λόγος τροποποιήσεως της δηλώσεως με την ατομική πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου τέταρτου του ν. 2932/2001. Στην περίπτωση αυτή αρκεί, για την πληρότητα της αιτιολογίας της τροποποιήσεως, να γίνεται στην ατομική πράξη απλή αναφορά στο ισχύον ναυλολόγιο, διότι ειδικότερη αιτιολογία απαιτείται, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, μόνον εάν δεν ισχύει ναυλολόγιο (λόγω μη θεσπίσεως ή ακυρώσεώς του με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας) ή εάν το ισχύον ναυλολόγιο δεν ορίζει ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές ναύλων για τις συνδέσεις των λιμένων της συγκεκριμένης δρομολογιακής γραμμής. Ο πλοιοκτήτης, όμως, δύναται να ζητήσει τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας των κανονιστικών διατάξεων του ναυλολογίου με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξεως που εκδίδεται κατά την παράγραφο 4 του άρθρου τέταρτου του ν. 2932/2001. Όπως δε έχει κριθεί από το ΔΕΚ, καθ’ ερμηνείαν του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92, ο περιορισμός της επιχειρηματικής ελευθερίας στις θαλάσσιες ενδομεταφορές από και προς νησιά και μεταξύ τους εμπίπτει στο «θεμιτό δημόσιο συμφέρον», χωρίς εκ τούτου να συνάγεται ότι πρέπει όλες οι υπηρεσίες θαλασσίων ενδομεταφορών σε κράτος μέλος με νησιωτικό χαρακτήρα «να θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες» (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 20.2.2001 C – 205/99 «Analir», ιδίως τις σκέψεις 27 και 29). Επομένως, με την ως άνω αίτηση ακυρώσεως ο πλοιοκτήτης δύναται να προβάλει, προεχόντως, ότι το πλοίο του δηλώθηκε προς δρομολόγηση σε γραμμή, στην οποία οι συνθήκες της αγοράς επέτρεπαν κατά τον κρίσιμο χρόνο τη συγκράτηση των τιμών των ναύλων σε επίπεδο εύλογο και προσιτό στο ευρύ κοινό ακόμη και χωρίς τη θέσπιση ή τη διατήρηση στο ναυλολόγιο ανωτάτων επιτρεπομένων τιμών. Περαιτέρω, δύναται να προβάλει ότι συντρέχει περίπτωση υπερβάσεως του αναγκαίου μέτρου λόγω του ότι το ναυλολόγιο επιβάλλει, στις συνδέσεις των λιμένων της γραμμής, ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές ναύλων που δεν καταλείπουν στις επιχειρήσεις περιθώριο ευλόγου κέρδους κ.ο.κ.