6.6.12

ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΗ ΕΠΕΝΔΥΤΗ

C-124/10 P
Επιτροπή κατά Electricité de France (EDF)


Το Δικαστήριο της Ε.Ε. (ΔΕΕ) επικύρωσε την ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της Ενώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία κρίθηκε ότι φορολογικό μέτρο που έλαβε η Γαλλία υπέρ της EDF αποτελούσε κρατική ενίσχυση.

Ειδικότερα, η Επιτροπή άσκησε ενώπιον του ΔΕΕ αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι η φορολογική φύση της επίμαχης απαιτήσεως απέκλειε την δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Επί πλέον, προέβαλε ότι δεδομένου πως η έννοια της ενισχύσεως είναι αντικειμενική, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έλαβε υπόψη τους επιδιωκομένους από το Γαλλικό Δημόσιο σκοπούς.
Εν τούτοις, το ΔΕΕ, με την απόφασή του της 5ης Ιουνίου 2012, απέρριψε την αναίρεση της Επιτροπής, κρίνοντας ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.
Πιο συγκεκριμένα, το ΔΕΕ εξέτασε το ζήτημα, εάν κράτος – μέλος, το οποίο έχει φορολογική απαίτηση κατά επιχειρήσεως της οποίας είναι μοναδικός μέτοχος, μπορεί να επικαλεστεί την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, όταν προβαίνει σε αύξηση του κεφαλαίου της επιχειρήσεως αυτής, παραιτούμενο από την φορολογική αυτή απαίτηση ή εάν πρέπει να αποκλεισθεί το κριτήριο αυτό, όπως έπραξε η Επιτροπή εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη της φορολογικής φύσεως της απαιτήσεως και του γεγονότος ότι το Δημόσιο κάνει χρήση των προνομίων της δημόσιας εξουσίας παραιτούμενο από την απαίτηση αυτήν.
Το ΔΕΕ υπενθύμισε ότι το δίκαιο της Ενώσεως (άρθρο 87 ΕΚ) σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις δεν διακρίνει ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει με γνώμονα τα αποτελέσματά τους. Πράγματι το δίκαιο αυτό σκοπόν έχει να αποτρέψει το ενδεχόμενο να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό οι, οιασδήποτε μορφής, χορηγούμενες με χρήση κρατικών πόρων ενισχύσεις, ιδίως παρέχοντας την δυνατότητα στην επωφελούμενη επιχείρηση να βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση εν σχέσει με εκείνη των ανταγωνιστών της.
Κατά συνέπεια, το ΔΕΕ έκρινε, επίσης, ότι οι προϋποθέσιες της εννοίας της ενισχύσεως δεν πληρούνται, αν η επωφελούμενη επιχείρηση μπορούσε να τύχει του ιδίου πλεονεκτήματος με εκείνο που ετέθη στην διάθεσή της με χρήση κρατικών πόρων, υπό περιστάσεις που αντιστοιχούν στους συνήθεις όρους της αγοράς.
Προκειμένου δε να εκτιμήσει εάν το ίδιο πλεονέκτημα θα είχε χορηγηθεί υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς από ιδιώτη επενδυτή ευρισκόμενη σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του Δημοσίου, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλεονεκτήματα και οι υποχρεώσεις που συνδέονται με την ιδιότητα του Δημοσίου  ως μετόχου, αποκλειομένων εκείνων που συνδέονται με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας.
Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ διεπίστωσε ότι έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ του ρόλου του Δημοσίου ως μετόχου της επιχειρήσεως, αφ’ ενός, και του ρόλου του Δημοσίου, όταν ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας, αφ’ ετέρου, και ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εξαρτάται, εν τέλει, από το εάν το συγκεκριμένο κράτος – μέλος χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση που του ανήκει, με την ιδιότητά του ως μέτοχος και όχι με την ιδιότητά του ως φορέας δημόσιας εξουσίας.
Επί πλέον, το ΔΕΕ επεσήμανε ότι η οικονομική κατάσταση της επωφελουμένης δημοσίας επιχειρήσεως δεν εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο τίθεται σε εφαρμογή το πλεονέκτημα αυτό, αλλά από το ύψος του ποσού από το οποίο αυτή εν τέλει επωφελείται. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, έκρινε ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορεί να εφαρμοσθεί ακόμα και στην περίπτωση που έχει γίνει χρήση φορολογικής φύσεων μέσων.
Ωστόσο, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι, εάν κράτος – μέλος επικαλείται το εν λόγω κριτήριο, σε αυτό απόκειται να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά του ως  μετόχου. Ειδικότερα, από τα στοιχεία αυτά πρέπει να προκύπτει σαφώς ότι το συγκεκριμένο κράτος – μέλος είχε λάβει, πριν ή συγχρόνως με την χορήγηση του οικονομικού πλεονεκτήματος, την απόφαση να προβεί, με το μέτρο που πράγματι έλαβε, σε επένδυση στην ελεγχόμενη από αυτό δημόσια επιχείρηση.
Εάν το συγκεκριμένο κράτος – μέλος υποβάλει στην Επιτροπή στοιχεία τέτοιας φύσεως, σε αυτήν απόκειται να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη κάθε άλλο σχετικό εν προκειμένω στοιχείο, το οποίο της δίνει την δυνατότητα να διαπιστώσει, εάν το επίμαχο μέτρο ανάγεται στην ιδιότητα του εν λόγω κράτους – μέλους ως μετόχου ή ως φορέα δημοσίας εξουσίας. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός από το Γαλλικό Δημόσιο μπορούσε να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το εν λόγω Δημόσιο είχε δράσει με την ιδιότητά του ως μέτοχος.

          www.moustakaslaw.com