8.5.12

ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΝΕΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ

Μετά τη δημοσίευση της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 54/Α'/14-03-2012) τίθεται και επίσημα σε ισχύ το νέο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων που προβλέπει αυστηρές ποινές για τους επίορκους δημόσιους λειτουργούς, ενώ, αλλάζει ταυτόχρονα και η σύνθεση των πειθαρχικών συμβουλίων.

Το νέο πειθαρχικό δίκαιο αφορά τις εξής κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων:

- Τους πολιτικούς υπαλλήλους με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου που υπάγονται στον Υπαλληλικό Κώδικα.

- Το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπηρετεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και κατέχει οργανικές θέσεις.

- Τους πολιτικούς υπαλλήλους με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου των δήμων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που εποπτεύονται από αυτούς.

Mε τις νέες ρυθμίσεις αναμορφώνεται ριζικά το πειθαρχικό δικαίο των υπαλλήλων και εισάγονται καινοτομίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι εξής:

1. Προσδιορίζονται σαφώς τα πειθαρχικά παραπτώματα, ούτως ώστε ο δημόσιος υπάλληλος να γνωρίζει εκ των προτέρων το νομικό πλαίσιο και να αποφεύγει πράξεις ή παραλείψεις πειθαρχικά αποδοκιμαστέες ενώ αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη αυστηρότητα τα παραπτώματα με οικονομικό αντικείμενο.

Παράλληλα, θεσπίζεται μεγαλύτερος χρόνος παραγραφής ώστε να αντιμετωπίζονται περιπτώσεις μη πειθαρχικής δίωξης λόγω της παρόδου του σύντομου μέχρι σήμερα προβλεπόμενου χρόνου παραγραφής.

2. Αναμορφώνονται οι πειθαρχικές ποινές με τη θέσπιση αυστηρότερων, την εισαγωγή νέων καθώς και την κλιμάκωση των προβλεπόμενων.

Για τα βαρύτερα πειθαρχικά παραπτώματα προβλέπεται κατώτατη επιβαλλόμενη ποινή, όπως επίσης και η δυνατότητα επιβολής, επιπροσθέτως, χρηματικής κύρωσης μέχρις ορισμένου ποσού.

3. Αναμορφώνονται τα πειθαρχικά συμβούλια τα οποία είναι πλέον όργανα διαφορετικά από τα υπηρεσιακά συμβούλια και έχουν ως αποκλειστική αρμοδιότητα την εξέταση των πειθαρχικών υποθέσεων. Προκειμένου δε να διασφαλίζονται οι αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας συμμετέχουν σε αυτά, κατά κύριο λόγο, δικαστικοί λειτουργοί.

Συγκεκριμένα, με το νέο πειθαρχικό δίκαιο ορίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ίδιου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών.

Ως πειθαρχικό παράπτωμα ορίζεται και η παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 27 του ν. 3528/2007 (υποχρέωση υπαλλήλου να συμπεριφέρεται κατά τρόπο ώστε να καθίσταται άξιος της κοινής εμπιστοσύνης, να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια στους πολίτες και να τους εξυπηρετεί, χωρίς να κάνει διακρίσεις σε όφελος ή σε βάρος των πολιτών εξαιτίας των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών τους πεποιθήσεων).

Επιπλέον, προκειμένου να ενισχυθεί η αξιοκρατία και η ισότητα κατά την αξιολόγηση των υπαλλήλων ορίζεται ως ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα η αδικαιολόγητα μη έγκαιρη σύνταξη ή η σύνταξη μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης ή η σύνταξη έκθεσης με κρίσεις ή χαρακτηρισμούς που δεν εξειδικεύονται με αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων.

Ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί και η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του.

Οι νέες πειθαρχικές ποινές που θεσπίζονται με το νέο πειθαρχικό δίκαιο είναι οι εξής:

- Στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου από ένα έως πέντε χρόνια, καθώς και η αφαίρεση της άσκησης των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας.

- Αυξάνεται το όριο της πειθαρχικής ποινής του προστίμου έως τις αποδοχές 12 μηνών. Η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης κυμαίνεται από τρείς έως 12 μήνες και η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού μπορεί να φτάσει τους δύο βαθμούς.

- Προβλέπεται ότι σε περιπτώσεις υπαλλήλων που έχουν υποπέσει σε ιδιαίτερα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει, επιπλέον της πειθαρχικής ποινής, διοικητική κύρωση δηλαδή χρηματικό πρόστιμο από 3.000 ως και 100.000 ευρώ.

Με τις διατάξεις του άρθρου 112 του νέου νόμου αυξάνονται τα χρονικά όρια της παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων. Ετσι, ο χρόνος της παραγραφής είναι πλέον πέντε έτη από την ημέρα διάπραξης του πειθαρχικού παραπτώματος και επτά έτη εάν επήλθε διακοπή της παραγραφής λόγω κλήσης σε απολογία ή παραπομπής στο πειθαρχικό συμβούλιο.

Κατ' εξαίρεση για το πειθαρχικό παράπτωμα της απόκτησης οικονομικού οφέλους ως αφετηρία για την έναρξη της παραγραφής ορίζεται η ημερομηνία που ο πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση της τέλεσης της πράξης.

Εκτός όλων αυτών προβλέπεται, για πρώτη φορά, η σύσταση πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων με αποκλειστική αρμοδιότητα την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους υπαλλήλους. Στα συμβούλια αυτά προβλέπεται να συμμετέχουν ανώτεροι δικαστικοί λειτουργοί και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ώστε να διασφαλίζεται η επαρκής αντιμετώπιση των νομικών ζητημάτων που αναφύονται κατά την εξέταση των πειθαρχικών υποθέσεων. Επίσης, η αμεροληψία και η ουδετερότητα των πειθαρχικών συμβουλίων ενισχύεται από το γεγονός ότι οι προϊστάμενοι των Διευθύνσεων που μετέχουν σε αυτά δεν προέρχονται από τις υπηρεσίες ή τους φορείς που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους.